Νέα στοιχεία δείχνουν ότι ο μινωικός πολιτισμός είναι πιο παλιός

Πηγή: New York Times, 2 Μαίου 2006

Φανταστείτε ότι η χρονολογία της πρώιμης αμερικανικής ιστορίας ήταν εκατό χρόνια νωρίτερα και πως στην πραγματικότητα ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική το 1392 και όχι το 1492. Οι ειδικοί επιστήμονες επί μακρόν επέμεναν ότι είναι πιθανό να υπάρχει μία παρόμοια πλάνη κατά την κρίσιμη περίοδο στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα και στον κόσμο του Αιγαίου.

Οι επιστήμονες λένε ότι νέα στοιχεία με τον ραδιενεργό άνθρακα επιβεβαιώνουν τη θεωρία ότι η Ύστερη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο ξεκίνησε τον 17ο αιώνα π.Χ., τουλάχιστον δηλαδή έναν αιώνα νωρίτερα απ’ ό,τι πίστευαν μέχρι σήμερα οι αρχαιολόγοι. Δείγματα ραδιενεργού άνθρακα - που εξετάσθηκαν με τη μέθοδο ραδιοχρονολόγησης του άνθρακα 14 - έδειξαν ότι κράτησε από το 1700 π.Χ. ως το 1400 π.Χ.

Αν είναι σωστή η εκτίμηση αυτή, απαιτείται συνολική επανεξέταση πολιτισμικών και εμπορικών σχέσεων σε μία περίοδο μεταξύ της Μινωικής Κρήτης, της Μυκηναϊκής Ελλάδας και Κύπρου από τη μία και τους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής από την άλλη.

Αυτό θα σήμαινε ότι η Κρήτη με τα περίτεχνα παλάτια της, που προσελκύει ορδές τουριστών για να τα δουν κάθε χρόνο, και με τους θρύλους του Βασιλιά Μίνωα έφτασε στο απόγειό της έναν αιώνα νωρίτερα απ’ ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα.

Ειδικότερα, δύο ανεξάρτητες μελέτες τοποθέτησαν έναν αιώνα νωρίτερα την ηφαιστειακή έκρηξη στη Θήρα, ευρέως γνωστή σήμερα ως Σαντορίνη, που με τη σειρά της προκάλεσε μια σειρά από τσουνάμι και σκόρπισε στάχτη σε ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου και της Μεσογείου.

Η καταστροφή πιστεύεται ότι επιτάχυνε την παρακμή του Μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη, σε απόσταση 120 χιλιομέτρων, και ίσως άνοιξε τον δρόμο για την εμφάνιση της Μυκηναϊκής Ελλάδας ως κυρίαρχης δύναμης στο Αιγαίο.

Μία επιστημονική ομάδα υπό τον αρχαιολόγο του πανεπιστημίου Cornell, Sturt Manning, ανέφερε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Science ότι η έκρηξη σημειώθηκε μεταξύ 1660 π.Χ. και 1613 π.Χ.

Η νέα χρονολογία καθορίστηκε από την ανάλυση 127 δειγμάτων, πολλά εκ των οποίων ελήφθησαν στη Σαντορίνη και την Κρήτη.

Μια άλλη ερευνητική ομάδα, που εκθέτει τις έρευνες της στο ίδιο περιοδικό, περιόρισε περαιτέρω το χρονικό διάστημα, μεταξύ 1627 π.Χ. και 1600 π.Χ. Η ανάλυση βασίστηκε εν μέρει σε δείγματα από κλαδιά και φύλλα μιας ελιάς, θαμμένης κάτω από ηφαιστειακή λάβα.

Ο Walter L. Friedrich, γεωλόγος στο Πανεπιστήμιο Aarhus της Δανίας και συνάδελφοί του λένε ότι επρόκειτο για την πρώτη λεπτομερή εξέταση ενός αντικειμένου, που θάφτηκε ζωντανό κατά την έκρηξη. Όπως προσθέτουν "υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η έκρηξη χρονολογείται από τα τέλη του 17ου αιώνα".

Σε ένα email του από την Αγγλία ο δρ Manning επισήμανε ότι οι δύο ανεξάρτητες μελέτες ενισχύουν περαιτέρω τη συνολική νέα χρονολόγηση.

Άλλο άρθρο στο ίδιο περιοδικό επικαλείται τον αρχαιολόγο στο Κέμπριτζ, Colin Renfrew, ο οποίος διατείνεται ότι τα ευρήματα επιλύουν με πειστικό τρόπο το πρόβλημα της ημερομηνίας της ηφαιστειακής έκρηξης.

Μέχρι πρόσφατα, οι αρχαιολόγοι τοποθετούσαν την έκρηξη γύρω στο 1500 π.Χ. Οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονταν κυρίως στη σύγκριση αγγείων και άλλων αντικειμένων τέχνης από την περιοχή του Αιγαίου με ανάλογα ευρήματα στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, τα οποία έχουν συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες χρονολογίες.

Αν επιβεβαιωθεί η αναθεωρημένη χρονολόγηση, αυτό σημαίνει ότι ο Μινωικός πολιτισμός στο αποκορύφωμά του δεν ήταν σύγχρονος με το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου του 16ου αιώνα π.Χ.

Αντίθετα αυτός συνέπεσε χρονικά με την ηγεμονία της ξένης δυναστείας των Υξώς.

Ο Manning διευκρίνισε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για χειροποίητα αντικείμενα που να συνδέουν άμεσα και καθαρά το Αιγαίο με την Αίγυπτο την περίοδο πριν την ηφαιστειακή έκρηξη.

Έτσι οι ημερομηνίες που παρατίθενται στα ιστορικά βιβλία γι’ αυτές τις περιόδους ανέκαθεν βασίζονταν σε ερμηνείες και εκτιμήσεις με ελάχιστες αποδείξεις.

Πάντως οι οπαδοί του παλαιότερου τρόπου χρονολόγησης δεν υποχωρούν με βασικό επιχείρημα ότι η αιγυπτιακή ιστορική χρονολόγηση προέρχεται από γραπτά τεκμήρια καθώς και αγγεία και απεικονίσεις. Επιμένουν, λοιπόν, ότι είναι αδύνατον η χρονολόγηση να αποκλίνει 100 ολόκληρα χρόνια από την πραγματικότητα.