ΤΟ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΚΕΝΟ

Άρθρο, του Δημήτρη Γκιόκα, Νοέμβριος 2006

Όλη η φιλοσοφία είναι «κριτική της γλώσσας», κατά τον Wittgenstein. Όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα οφείλονται στην σύγχυση που προκύπτει από την φαινομενική απόλυτη αντίθεση μεταξύ των εννοιών του «είναι» και του «μηδενός». Όμως, όπως έδειξε ο Hegel, οι δύο αυτές έννοιες είναι στην ουσία ταυτόσημες, αφού, ως οι πλέον θεμελιώδεις όλων των άλλων, στερούνται περιεχομένου και οποιουδήποτε άλλου προσδιορισμού. Θα δούμε πιο κάτω αν έχουν κάποια φυσική αντιστοιχία. Είτε ισχύει ο ολισμός είτε ο αναγωγισμός, θα πρέπει να είναι πλήρεις, δεν γίνεται να ισχύει κάτι ενδιάμεσο. Η πλήρης εκδοχή του ολισμού είναι ότι το Σύμπαν περιγράφεται από το ίδιο το Σύμπαν και τίποτα λιγότερο, ενώ η πλήρης εκδοχή του αναγωγισμού είναι η απόλυτη απλούστευση στην ερμηνεία του Σύμπαντος, μέσω ενός και μοναδικού θεμελιώδους νόμου ή αρχής.

Για να ισχύει ο ολισμός, όπως διακαώς επιθυμούν οι ιδεαλιστές και δήθεν αποδεικνύουν μέσω της θεωρίας των κβάντων, θα πρέπει να εισαχθούν ως θεμελιώδεις όλες οι ποιότητες του Σύμπαντος και, φυσικά, η ανώτερη και πιο πολύπλοκη από όλες, δηλαδή το πνεύμα. Όμως, επειδή κατ’ αρχή αυτοί αναποδογυρίζουν το επιχείρημα του Schrödinger με την περίφημη γάτα, μη σκεπτόμενοι οι αφελείς ότι στο Σύμπαν αυτό δεν περνάμε τον καιρό μας ως παρατηρητές μόνο αλλά, εκτός των άλλων, υφιστάμεθα τον ίδιο τον θάνατο και τον εκμηδενισμό μας, κάτι που λογικά ακυρώνει τον υποκειμενισμό, ακόμα επειδή το ανθρώπινο πνεύμα εμφανίζεται ιστορικά ως προϊόν εξέλιξης και, συνεπώς, δεν υπήρχε ακόμα και στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν του Σύμπαντος, επίσης επειδή στο Σύμπαν κυριαρχούν συντριπτικά, ως ποσοστιαία αναλογία, τα απλούστερα στοιχεία του, το υδρογόνο και το ήλιο, αλλά και κυρίως επειδή η επιστήμη και, ειδικότερα, η φυσική είναι θεμελιωδώς αναγωγιστικές, καθώς αναζητούν, με αρκετή επιτυχία μάλιστα, την αναγωγή των συνθέτων φαινομένων και ποιοτήτων σε απλούστερα, με έσχατη μάλιστα κατάληξη τον θεμελιώδη μαθηματικό νόμο που αναζητά και η πιο σύγχρονη θεωρία της φυσικής, η θεωρία χορδών, φαίνεται πως ο ολισμός πρέπει να απορριφθεί.

Η ύπαρξη φυσικών συστημάτων είναι που προκαλεί σύγχυση στους ολιστές, αυτή όμως δεν ακυρώνει τον αναγωγισμό, ως την εξήγηση του Σύμπαντος με βάση τις θεμελιώδεις αρχές, βεβαίως, και όχι ως την εξήγηση του «όλου με αναφορά στα μέρη», κατά τον Weinberg. Σε όσους δε από τους φυσικούς διαστρεβλώνουν την ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης για την θεωρία των κβάντων, προκειμένου να υπερασπισθούν τον ιδεαλισμό τους, έχει απαντήσει ο ίδιος ο Heisenberg: «…η μετάβαση απ’ το δυνατό στο πραγματικό γίνεται μόλις εμφανισθεί η αμοιβαία επίδραση του αντικειμένου με τη μετρητική διάταξη και μέσω αυτής με τον υπόλοιπο κόσμο. Η μετάβαση δεν συνδέεται με την καταγραφή του αποτελέσματος της παρατήρησης στο μυαλό του παρατηρητή… Σίγουρα η θεωρία των κβάντων δεν περιέχει αποκλειστικά υποκειμενικά γνωρίσματα, δεν εισάγει το πνεύμα ή τη συνείδηση του φυσικού σαν ένα μέρος του ατομικού φαινομένου…» («Φυσική και Φιλοσοφία»).

Αν ο αναγωγισμός είναι ορθός, θα πρέπει να καταλήγει σε μία «πρώτη αρχή», σε μία θεμελιώδη «πραγματικότητα», η οποία να είναι η απλούστερη δυνατή, κάποια που να είναι αδημιούργητη και αναγκαστική, κάτι σαν το «μηδέν» που αναφέρθηκα πιο πάνω. Η μόνη τέτοια «πραγματικότητα» που μπορούμε να σκεφθούμε είναι ο κενός χώρος, γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι δεν θα υπήρχε ενώ μπορούμε να φανταστούμε ότι μπορεί να μην υπάρχει τίποτα σε χώρο κατά τον Kant, είτε «υπάρχει» αυτός είτε «δεν υπάρχει». Άλλωστε, αυτά είναι γλωσσικά παιχνίδια που προκύπτουν από την απλοϊκή καθημερινότητα και τα οποία, δυστυχώς, μεταφέρθηκαν και στην φιλοσοφία με την απόλυτη διάκριση μεταξύ ύλης και κενού.

Αν κάνουμε την ταύτιση μεταξύ «ύλης» και «ύπαρξης», οδηγούμαστε στο παράδοξο συμπέρασμα ότι κάποια πράγματα, ως βαρύτερα και πυκνότερα σε μάζα από κάποια άλλα, «υπάρχουν» περισσότερο από αυτά, κάτι προφανώς λανθασμένο ακόμα και για την συμβατική χρήση της γλώσσας. Εξ’ άλλου, ο Einstein, με ένα νοητικό πείραμα σχετικά με τις δυνατότητες διάταξης αντικειμένων μέσα σε ένα κουτί, ανεξαρτήτως του πάχους των τοιχωμάτων του που οριακά μπορεί να είναι και μηδενικό, έδειξε την αντικειμενικότητα του διαστήματος. Να επισημάνω εδώ, ότι η σύγχρονη φυσική, μέσω της θεωρίας χορδών, μιλάει για τον ιστό του χώρου, δηλαδή αποδίδει στον χώρο πραγματική «ύπαρξη» μέσα στις αντιφάσεις της (όταν, για παράδειγμα, από την μία ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει απόλυτος, παγκόσμιος χρόνος και από την άλλη αποδίδει στο ίδιο το Σύμπαν χρόνο, την υποτιθέμενη ηλικία του).

Ο κενός χώρος δεν «υπάρχει», ώστε να χρειάζεται δημιουργία από το τίποτα, παρά μόνο εκτείνεται παντού χωρίς περιορισμό (τι, άλλωστε, θα μπορούσε να τον περιορίσει;). Η άπειρη έκταση και η άπειρη λεπτότητα του, πιθανώς, είναι οι αναγκαίοι και ικανοί όροι για την κβάντωση του, αφού λογικά δεν μπορεί να υπάρξει μία ενιαία άπειρη «οντότητα», και την αναγκαστική ταλάντωση του ως χωροχρονικός αφρός, όπως συμβαίνει στην κλίμακα Planck κατά τον Wheeler. Αυτές δε οι ιδιότητες συνιστούν τον επίπεδο, άπειρο και άχρονο στο σύνολο του χωρόχρονο της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας του Einstein. Η σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός στο κενό αποδεικνύει, κατά την ειδική θεωρία της σχετικότητας, το απόλυτο του χωροχρόνου. Η σχετικότητα αφορά στις μετρήσεις τόσο του χώρου όσο και του χρόνου, ως χωριστές όμως οντότητες. Εξ’ άλλου, η μετάδοση της βαρύτητας και του ηλεκτρομαγνητισμού στο κενό με την ίδια ταχύτητα, κάτι που προφανώς καθορίζεται από την φύση του μέσου, αποδεικνύει την πραγματικότητα του υποβάθρου των δύο αυτών θεμελιωδών δυνάμεων.

Η καμπύλωση του χωροχρόνου από την ύλη, συμφώνως προς την γενική θεωρία της σχετικότητας, δεν οφείλεται σε κάποιον εξωτερικό, ως προς αυτά τα δύο φυσικά μεγέθη, «φυσικό νόμο» αλλά, προφανώς, στην κοινή σύσταση των δύο μεγεθών, αποδεικνύοντας κατ’ επέκταση την ισχύ του αναγωγισμού, με την έννοια ότι η ύλη δημιουργείται κατ’ αρχή από τις στρεβλώσεις και τις συστροφές του χωροχρόνου, δευτερογενώς δε αυτή στρεβλώνει τον πέριξ αυτής εκτεινόμενο χωρόχρονο. Αυτή η κοινή σύσταση και αλληλεπίδραση της ύλης και του χωροχρόνου έχει λογικά ως προϋπόθεση, με δεδομένη την κβάντωση της ύλης, την κβάντωση του χωροχρόνου επίσης.

Ο Κόσμος κομματιάζεται σε γεγονότα, κατά τον Wittgenstein, ή, αλλιώς, ο χωρόχρονος κομματιάζεται σε γεγονότα, τα θεμελιώδη στοιχεία του συμφώνως προς τα εξελισσόμενα δίκτυα σπιν του Penrose, κατά την θεωρία της κβαντικής βαρύτητας βρόχων. Αυτή ακριβώς η ασυνέχεια και το διακριτό του χωροχρόνου στην θεμελιώδη κλίμακα Planck, υποδηλώνεται σαφώς από το πεπερασμένο του αριθμού των γεγονότων που περιλαμβάνονται σε οποιαδήποτε χωροχρονική περιοχή. Η έννοια της γεωμετρίας του χωροχρόνου, κατά την κβαντική βαρύτητα βρόχων, δεν είναι παρά η αιτιακή δομή μεταξύ των γεγονότων του, δηλαδή ότι η γεωμετρία του χώρου εξελίσσεται με τον χρόνο. Συνεπώς, αίρεται η ασάφεια του δήθεν «τετραδιάστατου χωροχρόνου» και εκείνο που απομένει είναι οι ταλαντώσεις και οι μεταβολές του κβαντισμένου κενού, με ή χωρίς ύλη. Αυτή η αιτιακή δομή του χωροχρόνου στο θεμελιώδες επίπεδο της κλίμακας Planck ακυρώνει την κβαντομηχανική τυχαιότητα ως θεμελιώδη ιδιότητα του Σύμπαντος, περιορίζοντας την μόνο στην σχετικότητα και τον φυσικό περιορισμό που υπόκεινται οι μετρήσεις μας, συμφώνως προς την αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg. Η αρχή αυτή, κατά τον Russell, έχει να κάνει με μετρήσεις και όχι με αιτιοκρατίες.

Όπως οι «μαύρες τρύπες» δεν μπορούν να περιορίσουν την έκταση του κενού χώρου πέραν αυτών, παρά το ότι συνιστούν μία άπειρη ανωμαλία του χωροχρόνου, το ίδιο κατ’ αναλογία πρέπει να συμβαίνει και με ολόκληρο το λεγόμενο Σύμπαν, παρά την πρόταση του Hawking περί πεπερασμένου μεν, πλην χωρίς όρια Σύμπαντος στις τέσσερεις διαστάσεις (περιλαμβανουσών τον φανταστικό χρόνο στην θέση του πραγματικού), αναγνωρίζοντας όμως και αυτός πως πρόκειται μόνο για κάποιο μαθηματικό μοντέλο που το προσεγγίζει από την θετικιστική οπτική. Μάλιστα, την αναλογία μεταξύ Σύμπαντος και μαύρης τρύπας που επικαλούμαι, την έχει εισαγάγει ο ίδιος ο Hawking στην μελέτη όπου, μαζί με τον Penrose, έχουν αποδείξει, βάσει της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, την ύπαρξη μίας άπειρης ανωμαλίας στο παρελθόν του Σύμπαντος, αυτήν που προβλέπει το μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης. Συνεπώς, στον άπειρο, άχρονο και επίπεδο χωρόχρονο της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, δημιουργούνται, κατά τύχη, τοπικές διακυμάνσεις, συγκεντρώσεις και εκρήξεις ενέργειας και ύλης, δηλαδή παραμορφώσεις και στρεβλώσεις του κβαντισμένου κενού χώρου, οι οποίες και συνιστούν την γένεση των άπειρων συμπάντων που υπόκεινται στην γενική θεωρία της σχετικότητας και τον χρόνο.

Η προτεραιότητα που αποδίδω στην ειδική θεωρία της σχετικότητας έναντι της γενικής, από φυσική και φιλοσοφική άποψη βεβαίως, επικυρώνεται, πλην του αναγωγισμού, από την γνωστή ασυμβατότητα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας με την κβαντομηχανική, ώστε να προκύψει η ενιαία θεωρία της κβαντικής βαρύτητας. Η εύλογη αδυναμία συγκερασμού μίας μάλλον αναγωγιστικής θεωρίας (κβαντομηχανική) με μία μάλλον ολιστική (γενική θεωρία της σχετικότητας), ίσως και να εξηγεί γιατί είναι αδύνατη η ταυτόχρονη ενοποίηση των δύο σε μία μοναδική, ενιαία φυσική θεωρία. Η φαινομενικά ισχυρή ένσταση που θα μπορούσε να κατατεθεί, ότι δεν έχει νόημα να μιλάμε για πρωταρχικά ή όχι φυσικά μεγέθη, αναφορικά με τον χώρο και την ύλη, αφού, ούτως ή άλλως, συνυπάρχουν τελικώς, καταρρίπτεται ακριβώς από την συντριπτική ποσοστιαία κυριαρχία του ενός μεγέθους (χώρος) έναντι του άλλου (ύλη), σε κάθε χωρική κλίμακα. Εξ’ άλλου, το πρωταρχικό και η «αυτοδυναμία» του χώρου στην υπόθεση της δημιουργίας του Σύμπαντος επικυρώνεται από την ανακάλυψη της λεγομένης ενέργειας του κενού, η οποία είναι και η μεγάλη πλειονότητα του συνόλου της ύλης και της ενέργειας ακόμα και του δικού μας Σύμπαντος.

Η «φύση» των πραγμάτων, και όχι κάποιοι εξωτερικοί ως προς αυτά μαθηματικοί «φυσικοί νόμοι», προφανώς καθορίζει και την συμπεριφορά τους. Οι «φυσικοί νόμοι», δηλαδή στην ουσία οι «επιστημονικοί νόμοι», περιγράφουν την συμπεριφορά της φύσης, δεν την καθορίζουν. Στα μαθηματικά δεν υπάρχουν ποιότητες παρά μόνο σχέσεις, κάτι που, με δεδομένη την ισχύ των μαθηματικών στην περιγραφή του φυσικού κόσμου, αποδεικνύει τον αναγωγισμό, δηλαδή την ανυπαρξία των οποιωνδήποτε ποιοτήτων ως θεμελιωδών συστατικών του Σύμπαντος. Η ισχύς των μαθηματικών δεν οφείλεται στην πλατωνική τους «ύπαρξη» αλλά στην ορθή αντανάκλαση που κάνουν του φυσικού κόσμου, αφ’ ενός μεν όπως συμβαίνει με κάθε επιστήμη που εξελίχθηκε με την αναντικατάστατη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους, κατά το κριτήριο της «διαψευσιμότητας» του Popper, αφ’ ετέρου δε - αλλά και εναντίον φαινομενικά της προηγούμενης εμπειρικής αρχής - επειδή εμπεριέχουν τα αναγκαστικά στοιχεία της λογικής και της γεωμετρίας, σε απόλυτη αντιστοιχία με τον αναγκαστικά πρωταρχικό κενό χώρο και τις ιδιότητες που προκύπτουν εξ αυτού και προκαλούν την δημιουργία του Κόσμου.

Τα μαθηματικά είναι μία γλώσσα ανθρώπινης προέλευσης, η δε αχρονικότητα τους δεν συνιστά μειονέκτημα από φιλοσοφική άποψη, όπως θεωρούσε ο Russell στο “My Philosophical Development”, αλλά, αντιθέτως, πλεονέκτημα, επικυρώνοντας κατά κάποιον τρόπο τον πλατωνισμό, με την έννοια της αναγκαστικής σύνδεσης τους με το δίκτυο σχέσεων της γεωμετρίας του κβαντισμένου, άπειρου και άχρονου κενού χώρου. Άλλωστε, ο Popper, όντας «αντιπλατωνικός», ισχυριζόταν ότι ο «Τρίτος Κόσμος» του, που περιλαμβάνει και τα μαθηματικά, είναι πλατωνικός. Η σύγχυση προκύπτει όταν δεν διακρίνουμε ότι, ενώ ο χρόνος είναι ιδιότητα του δικού μας τοπικού Σύμπαντος, δεν υφίσταται στον άπειρο και άχρονο κενό χώρο που εκτείνεται πέραν αυτού και ο οποίος, περιλαμβάνοντας πιθανώς άπειρο πλήθος άλλων «συμπάντων», συνιστά το πραγματικό και κατά κυριολεξία «Σύμπαν».

Φαίνεται, συνεπώς, πως η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την «ύπαρξη» του Κόσμου είναι η «ανυπαρξία» του, δηλαδή το πρωταρχικό και το άπειρο του κενού χώρου, ο οποίος ναι μεν δεν «υπάρχει» αλλά, απλώς, εκτείνεται παντού. Το αν έχει τρεις, δέκα ή και είκοσι έξι διαστάσεις, συμφώνως προς την θεωρία χορδών, δεν έχει καμία άλλη φυσική ή μεταφυσική σημασία, πέραν του ότι είναι πολλαπλώς στρεβλωμένος και συνεστραμμένος στην κλίμακα Planck. Ο αριθμός των διαστάσεων είναι, απλώς, θέμα σύμβασης ως προς το σύστημα αναφοράς που χρησιμοποιούμε για τις μετρήσεις μας. Δεν υπάρχει απόλυτο σύστημα αναφοράς αλλά ούτε και οι άξονες του, βεβαίως, είναι κάτι περισσότερο από σύμβολα, ώστε να αναρωτηθούμε πόσες διαστάσεις έχει στην πραγματικότητα ο χώρος και αν αυτές είναι ευθύγραμμες ή καμπύλες. Επομένως, οι θεωρίες περί «πολυσύμπαντος» ή «υπερχώρου» των φυσικών, που στηρίζονται στις επί πλέον διαστάσεις του χώρου, είναι τόσο αληθείς όσο και αυτές οι πρόσθετες διαστάσεις.

Πάντως, από όλα τα επιστημονικά δεδομένα και τα λογικά επιχειρήματα που έχω ήδη παραθέσει, μπορούμε, με πολλές πιθανότητες αληθείας, να συμπεράνουμε ότι ο Κόσμος είναι αναγκαστικός στο θεμελιώδες επίπεδο του και, ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται δημιουργό. Στις λεπτομέρειες του, βεβαίως, επικρατεί η τύχη και το χάος, από τα οποία και αναδύονται οι σύνθετες ποιότητες που παρατηρούμε, μέχρι να καταρρεύσουν και αυτές, λόγω του παντοδύναμου δεύτερου «νόμου» της θερμοδυναμικής, που καθορίζει, βάσει των πιθανοτήτων, ότι η μοίρα όλων των συστημάτων στο μέλλον είναι η μέγιστη εντροπία, δηλαδή η απόλυτη αταξία. Η τύχη, πλην της κβαντικής συνιστώσας της στον μικρόκοσμο, που αφορά τις μετρήσεις μας και όχι την ακύρωση της αιτιότητας βεβαίως, όπως ανέφερα προηγουμένως, συνίσταται, όσον αφορά στο μακροσκοπικό επίπεδο, στην αλληλεπίδραση άπειρων σε πλήθος, ανοιχτών και διακριτών συστημάτων με πεπερασμένες ταχύτητες (με όριο την ταχύτητα του φωτός), αφού δεν υπάρχει απολύτως κλειστό σύστημα σε έναν άπειρο χωροχρόνο. Το άπειρο και το συνακόλουθο κομμάτιασμα του κενού, λοιπόν, ορίζουν και την τυχαιότητα στο μακροσκοπικό επίπεδο, ακυρώνοντας τον ντετερμινισμό.

Η λεγομένη «Θεωρία των Πάντων» θα είναι, όπως δείχνει και το πλήθος των λύσεων των εξισώσεων της θεωρίας χορδών, η απόλυτη συμμετρία, η άπειρη γενίκευση σε μαθηματική μορφή, κάτι σαν την εξίσωση 0.x+0.y+0.z+…=0. Βεβαίως, αυτή δεν έχει να πει κάτι για τον συγκεκριμένο Κόσμο που ζούμε, παραβιάζοντας το επιστημονικό κριτήριο της διαψευσιμότητας μεν, καταδεικνύοντας το συμπτωματικό του αντικειμένου της επιστήμης δε, αφού στην ουσία αφορά τον επίπεδο, άπειρο και άχρονο κενό χώρο, όπου κυριαρχεί η τύχη και, συνεπώς, όλα είναι πιθανά. Το δικό μας τοπικό Σύμπαν, με τις ιδιαίτερες αρχικές συνθήκες και σταθερές του, είναι ένα προϊόν της τύχης και του μηδενός.

Συγγραφέας του άρθρου

Δημήτρης Γκιόκας
Πολιτικός μηχανικός ΑΠΘ
Κοτυώρων 4-6, 55131 Καλαμαριά, Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310-417908
Τηλ./Fax 2310-417537

Home