Η καταστρεπτική δράση των υπερηφαιστείων

Άρθρο, Ιούλιος 2006

Ο όρος υπερηφαίστειο αναφέρεται σε ένα ηφαίστειο που παράγει τις μεγαλύτερες ποσότητες σποδού και αναβλύζοντος υλικού από τη γη από όσες έχουν γίνει μέχρι τώρα  Η δραστηριότητα αυτών των υπεηφαιστείων είναι η αιτία αλλαγής όχι μόνο του τοπίου - έκτασης χιλιάδων ή και εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω τους - αλλά και του παγκόσμιου κλίματος για πολλά χρόνια ίσως και για αιώνες, με μία κατακλυσμική επίδραση πάνω στη ζωή.

Οι υπερεκρήξεις ενός υπερηφαιστείου μπορεί να συγκριθεί ως προς τα καταστρεπτικά φαινόμενα που την ακολουθούν μόνο με τη σύγκρουση ενός μικρού αστεροειδούς με τη Γη. Αλλά οι ολέθριες αυτές εκρήξεις συμβαίνουν με δεκαπλάσια συχνότητα από τις συγκρούσεις σαν αυτή που αφάνισε τους δεινοσαύρους, έτσι τις καθιστά από τις πλέον σαρωτικές φυσικές καταστροφές που ο πλανήτης μας έζησε στο παρελθόν, αλλά αναμένεται να αντιμετωπίσει και στο μέλλον.

Πέραν της άμεσης καταστροφής που επιφέρουν οι ροές της καυτής λάβας και της σποδού, τα ενεργά υπερηφαίστεια εκλύουν διάφορα αέρια που διαταράσσουν σοβαρά το παγκόσμιο κλίμα για αρκετές δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια μετά.

Γνωρίζουμε ότι βαθιά κάτω από το έδαφος της Καλιφόρνιας και του Γουαϊόμινγκ ελλοχεύουν δύο ηφαίστεια εν υπνώσει σχεδόν απίστευτου μένους, Σε περίπτωση μιας νέας ενεργοποίησής τους, πιθανότατα θα έθαβαν το δυτικό ήμισυ των ΗΠΑ κάτω από σποδό ύψους 2 μέτρων μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Κάτι τέτοιο το έχουν επαναλάβει τουλάχιστον τέσσερις φορές τα τελευταία 2 εκατομμύρια χρόνια. Παρόμοια δε υπερηφαίστεια ελλοχεύουν και κάτω από την Ινδονησία και τη Νέα Ζηλανδία.

Αν κατανοήσουμε, λένε οι γεωλόγοι, τι προκαλεί την έκρηξη των υπερηφαιστείων σε συνδυασμό και με τις βελτιωμένες τεχνολογίες παρακολούθησης τοποθεσιών όπου ενδεχομένως θα ξεσπάσει η επόμενη καταστροφή, τότε θα είναι δυνατόν να εντοπίσουμε τα προμηνύματα της πολύ πριν αυτή εκδηλωθεί. Καθώς όμως οι έρευνες εξελίσσονται, διαφαίνεται ότι οι διάφορες εκπομπές των υπερηφαιστείων θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν επιζήμιες χημικές αντιδράσεις στην ατμόσφαιρα, καθιστώντας το περιβάλλον μήνες μετά το συμβάν ακόμη πιο θανατηφόρο απ' όσο υποπτευόμασταν μέχρι τώρα.

Ο δείκτης του μεγέθους της έκρηξης των ηφαιστείων (Volcanic Explosivity Index) αυτών είναι 8, ο μεγαλύτερος που υπάρχει,  και γι αυτό λέγονται υπερεκρήξεις. Μέχρι τώρα δε έχουν γίνει οι εξής:

1. στην τοποθεσία Lake Toba, Σουμάτρα - πριν 75.000 χρόνια που έλαβε σε έκταση 2.800 km³
2. στην Καλδέρα του Yellowstone στο Wyoming - πριν 2.2 εκατομμύρια χρόνια (που έλαβε σε έκταση 2.500 km³) αλλά και πριν 640.000 χρόνια (που έλαβε σε έκταση 1.000 km³)
3. Στην καλδέρα La Garita του Κολοράντο - πριν 27.8 εκατομμύρια έτη (σε έκταση πάνω από 5.000 km³)
4. Στο Bruneau-Jarbidge, του Αίνταχο - πριν 10-12 εκατομμύρια έτη

Οι πιο πρόσφατες υπερεκρήξεις μεγέθους 8, που ήταν στην τοποθεσία Lake Toba της Σουμάτρας έφερε στη Γη έναν ηφαιστειακό χειμώνα και εξόντωσε το 60% του ανθρώπινου πληθυσμού. Επίσης η υπερέκρηξη στη Lake Toba ήταν υπεύθυνη για το σχηματισμό θειικού οξέως στην ατμόσφαιρα και μια Χιλιετή Παγετωνική Εποχή.

Τα υπερηφαίστεια διασκορπίζουν σποδό σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση, ακόμη και από τις πιο μεγαλύτερα κανονικά ηφαίστεια, διότι τα συγκεκριμένα μεγαθήρια εκτινάσσουν περισσότερο υλικό πολύ πιο βίαια. Για παράδειγμα το ηφαίστειο της Αγίας Ελένης κατά την έκρηξη του 1980 έριξε λιγότερο από 0,5 κυβικά χιλιόμετρα σποδού. Το Εθνικό Πάρκο του Yellowstone κατά την έκρηξη σχηματισμού του τόφου (είναι ένας πορώδης βράχος) Lava Creek σκόρπισε 1.000 κυβικά χιλιόμετρα αναβλημάτων πριν 640.000 χρόνια πριν. Και στην έκρηξη σχηματισμού του σχηματισμού του τόφου Bishop σχηματίστηκαν 750 κυβικά χιλιόμετρα αναβλημάτων πριν 760.000 χρόνια.

Οι επιστήμονες παρατηρώντας κάποιες τεράστιες κοιλάδες, που έμοιαζαν με καλδέρες, γειτνιάζουν με μερικές από τις μεγαλύτερες αποθέσεις ηφαιστειακών πετρωμάτων, δημιουργημένες στη διάρκεια ενός και μόνο συμβάντος. Έτσι, αντιλήφθηκαν ότι στην ουσία αντίκριζαν τα υπολείμματα ηφαιστείων εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες φορές μεγαλύτερων από το περίφημο ηφαίστειο της Αίτνας στη Σικελία. Από τις τεράστιες διαστάσεις τους και τον εκτιμώμενο όγκο του εκτιναχθέντος υλικού, οι ερευνητές διέγνωσαν ότι και ο υποκείμενος μαγματικός θάλαμος τους έπρεπε να είχε παρόμοιες τερατώδεις διαστάσεις.

Επειδή τα φαινόμενα που παράγουν την απαραίτητη για τη δημιουργία τόσο ογκωδών μαγματικών θαλάμων θερμότητα σπανίζουν, κατά συνέπεια και τα ίδια τα υπερηφαίστεια δεν είναι πολύ διαδεδομένα. Έτσι, τα τελευταία 2 εκατομμύρια χρόνια εκτοξεύτηκαν μονομιάς τουλάχιστον 750 κυβικά χιλιόμετρα αναβλημάτων σε τέσσερις μόνο περιοχές: το Εθνικό Πάρκο του Yellowstone στην Πολιτεία τού Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ, τη Long Valley  στην Καλιφόρνια, την Toba στη Σουμάτρα και την Taupo στη Νέα Ζηλανδία. Η έρευνα για την ανεύρεση παρόμοιων μεγάλων εκρήξεων συνεχίζεται και σε άλλες περιοχές ηπειρωτικού φλοιού μεγάλου πάχους,
όπως στη δυτική Νότια Αμερική και την άπω ανατολική Ρωσία.

Αλλά οι πιθανότητες να γίνουν καταστροφικές εκρήξεις ενός υπερηφαιστείου κατά τη διάρκεια της ζωής μας είναι εξαιρετικά μικρές. Και αυτό διότι οι καταστροφικές εκρήξεις τους σημειώνονται συνήθως κάθε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, το εκπληκτικό μέγεθος και οι παγκόσμιες επιπτώσεις των συγκεκριμένων εκρηκτικών επεισοδίων τράβηξαν την προσοχή των επιστημόνων ήδη από τη  δεκαετία τού 1950.

Μία από τις πρώτες ανακαλύψεις των γεωλόγων ήταν η ύπαρξη τεράστιων κυκλικών κοιλάδων στην επιφάνεια της γης — μερικές δε έχουν διάμετρο 30 με 60 χιλιόμετρα και βάθος αρκετών χιλιομέτρων— οι οποίες έμοιαζαν εντυπωσιακά με τις καλδέρες που δημιουργούν πολλά από τα πλέον διάσημα ηφαίστεια του κόσμου. Οι καλδέρες αυτές σχηματίζονται όταν ο θάλαμος του μάγματος - τετηγμένα πετρώματα - που υπόκειται μιας ηφαιστειακής διεξόδου εκκενώνεται, προκαλώντας την κατάρρευση του υπερκείμενου εδάφους.

Η εσωτερική λειτουργία των μαγματικών θαλάμων που τροφοδοτούν τις εκρήξεις των υπερηφαιστείων ίσως είναι περισσότερο προβλέψιμη απ' όσο νομίζαμε. 0 ηφαιστειακός χειμώνας που θεωρητικά ενσκήπτει στον πλανήτη ύστερα από μια υπερέκρηξη είναι πιθανότατα συντομότερος απ' ό,τι θεωρούσαμε κάποτε. Ωστόσο, πολύ πιο επικίνδυνες ίσως αποδειχτούν οι επακόλουθες χημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα.

Περί τα μέσα της δεκαετίας τού 1970, η έρευνα παρελθόντων συμβάντων αποκάλυψε μερικούς από τους τρόπους που οι μαγματικοί θάλαμοι σχηματίζονται και καθίστανται επικίνδυνοι. Κάτω από την επιφάνεια του Yellowstone, η λιθοσφαιρική πλάκα της Βόρειας Αμερικής κινείται πάνω από έναν ελαφρό, επιπλέοντα θύσανο ιξωδών πετρωμάτων ο οποίος ανέρχεται διαμέσου του μανδύα (το πάχους 2.900 χιλιομέτρων στρώμα του εσωτερικού της Γης που παρεμβάλλεται μεταξύ του τετηγμένου πυρήνα και του σχετικά λεπτού εξωτερικού φλοιού της). Λειτουργώντας σαν κολοσσιαίος λύχνος Bunsen, η συγκεκριμένη θερμή κηλίδα, όπως ονομάζεται, προκάλεσε την τήξη επαρκών ποσοτήτων του υπερκείμενου φλοιού για την πυροδότηση καταστρεπτικών εκρήξεων τα τελευταία 16 εκατομμύρια χρόνια. Στην Toba της Σουμάτρας, η πηγή του μαγματικού θαλάμου είναι διαφορετική. Η περιοχή αυτή κείται πάνω από μια ζώνη υποβύθισης, ένα χώρο όπου μια λιθοσφαιρική πλάκα γλιστρά κάτω από μία άλλη από τη σύγκλιση τους παράγεται θερμότητα, κυρίως μέσω της μερικής τήξης του μανδύα που βρίσκεται πάνω από την υποβυθιζόμενη πλάκα.

Όποια όμως και αν είναι η πηγή της θερμότητας, η πίεση που επικρατεί στον μαγματικό θάλαμο κλιμακώνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς όλο και περισσότερο μάγμα συσσωρεύεται κάτω από τα τεράστιου βάρους υπερκείμενα πετρώματα. Και τότε σημειώνονται υπερεκρήξεις όταν το πεπιεσμένο μάγμα ανυψώσει τον υπερκείμενο φλοιό τόσο ώστε οι διαρήξεις να φτάσουν μέχρι την επιφάνεια.

Άμεσα επακόλουθα μιας υπερέκρηξης

Σε γενικές γραμμές, κατά τη διάρκεια ενός συμβάντος της κλίμακας εκείνων που έπληξαν τη Long Valley  και το Yellowstone, αντί για τη βραδεία εκροή πυραυγούς λάβας — όπως εκείνης που κατηφορίζει αργά τις πλαγιές του ηφαιστείου Κιλαουέα στη Χαβάη —, οι εκρήξεις χαρακτηρίζονται από ξαφνικές υπερηχητικές εκτονώσεις υπέρθερμου αφρώδους μείγματος αερίων και σποδού, υλικού που εκτινασσόμενο θα φτάνει μέχρι και τη στρατόσφαιρα, σε υψόμετρο 50 χιλιομέτρων.

Καθώς το έδαφος πάνω από τον μαγματικό θάλαμο θα καταρρέει, γύρω από τη σχηματιζόμενη καλδέρα θα ξεχύνονται με τρομακτική ορμή, παράλληλα με το έδαφος, πελώρια γκρίζα σύννεφα που ονομάζονται πυροκλαστικές ροές, αυτές αποτελούν ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ λάβας και σποδού, επομένως κινούνται εξαιρετικά γρήγορα — έως και 400 χιλιόμετρα την ώρα, αναφέρουν μερικές πηγές, οπότε αυτοκίνητα και αεροπλάνα δεν θα είχαν καμία ελπίδα να τους ξεφύγουν. Οι εν λόγω ροές όμως είναι και τρομερά καυτές — μεταξύ 600 και 700 βαθμών Κελσίου —, συνεπώς κατακαίνε και θάβουν τα πάντα σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων.

Εντούτοις, όσο καταστροφικές και αν είναι οι πυροκλαστικές ροές, η σποδός που εκτινάσσεται στην ατμόσφαιρα μπορεί να έχει ακόμη ευρύτερες συνέπειες. Εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω από το σημείο της έκρηξης και ίσως για ημέρες ή και εβδομάδες μετά, γκρίζα σποδός θα έπεφτε από τον ουρανό σαν πυκνές τούφες χιονιού. Σε μια ακτίνα 200 χιλιομέτρων από την καλδέρα, το ηλιακό φως θα αποκοπτόταν στο μεγαλύτερο ποσοστό του, οπότε ο ουρανός το καταμεσήμερο θα έμοιαζε με εκείνον του δειλινού. Άνθρωποι, ζώα και σπίτια θα είχαν θαφτεί ή και μερικές φορές συνθλίβει. Ακόμη και 300 χιλιόμετρα μακριά, το πάχος της σποδού θα έφτανε το μισό μέτρο. Ανακατεμένη δε και με το νερό της βροχής, το συνολικό της βάρος θα αρκούσε να προκαλέσει την κατάρρευση της οροφής κτηρίων. Μάλιστα, ακόμη και μικρότερες ποσότητες σποδού από αυτές στις οποίες αναφερόμαστε θα αρκούσαν για να θέσουν εκτός λειτουργίας σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και αναμετάδοσης, ενώ σποδός πάχους 1 μόλις χιλιοστομέτρου, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε καλύψει τη μισή υφήλιο, θα απαιτούσε το κλείσιμο των αεροδρομίων και θα μείωνε δραματικά τη γεωργική παραγωγή.

Η βροχή — η οποία εν τω μεταξύ θα είχε καταστεί όξινη εξαιτίας των ηφαιστειακών αερίων — δεν θα κατάφερνε να αποπλύνει αυτό το πυκνό κάλυμμα σποδού μονομιάς, παρά μόνο σταδιακά. Επειδή δε η σποδός επιπλέει, ενδεχομένως θα έφραζε μείζονες υδάτινες οδούς, οπότε οι μεταφορές διαμέσου μεγάλων ποταμών ίσως σταματούσαν. Πράγματι, πρόσφατες εξορύξεις πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού συνάντησαν ένα εκπληκτικά παχύ στρώμα υπερηφαιστειακών αναβλημάτων κοντά στο Δέλτα του Μισισιπή — σε απόσταση μεγαλύτερη των 1.600 χιλιομέτρων από την πηγή τους στο Yellowstone. Μόνο καταπλέοντας τον Μισισιπή και εν συνεχεία κολλώντας σε ιζήματα που βυθίστηκαν στον ωκεάνιο πυθμένα θα μπορούσαν να είχαν συσσωρευτεί εκεί τόσο μεγάλες ποσότητες αναβλημάτων προερχόμενες από ένα τόσο απομακρυσμένο ηφαίστειο.

Εν δεικτικό είναι ότι με μία νέα έκρηξη στο Yellowstone η παγκόσμια μέση θερμοκρασία θα πέσει έως και 10 βαθμούς, σύμφωνα με τα υπολογιστικά μοντέλα. Και το βόρειο ημισφαίριο κατά 12 βαθμούς. Ειδικοί λένε ότι οι θερμοκρασίες αυτές θα διαρκούσαν για τουλάχιστον 6-10 έτη, θα επέστρεφαν δε βαθμιαία στις κανονικές.

Μακροχρόνιες επιπτώσεις

Οι ερευνητές έχουν λόγους να πιστεύουν ότι θα υπήρχαν και άλλες δυσάρεστες — και πιθανόν μακροχρόνιες — συνέπειες, προκαλούμενες από τους τεράστιους όγκους των επιβλαβών αερίων που θα εκτοξεύονταν στην ατμόσφαιρα. Από νέες έρευνες προκύπτει ότι μερικές από αυτές ίσως δεν είναι τόσο κακές όσο φοβόμασταν κάποτε, άλλες όμως ίσως είναι χειρότερες. Και πάλι, η εξέταση της σύστασης διάφορων μικρών παραπροϊόντων περασμένων εκρήξεων υπήρξε διαφωτιστική.

Από τα ποικίλα αέρια που εκλύονται σε κάθε ηφαιστειακή έκρηξη, το διοξείδιο του θείου (SO2) έχει τις σφοδρότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον αντιδρώντας με το οξυγόνο και το νερό, παράγει μικροσκοπικές σταγόνες θειικού οξέος. Τα σταγονίδια αυτά, καθώς δεν επιτρέπουν τη διέλευση του ηλιακού φωτός, αποτελούν την κύρια αιτία που έπειτα από μια υπερέκρηξη θα ενέσκηπτε στη Γη δραματικά ψυχρότερο κλίμα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τον υδρολογικό κύκλο του πλανήτη μας απαιτούνται μήνες ή και χρόνια για την πλήρη απόπλυση των σταγονιδίων τού παραπάνω οξέος, οι αποκαλυπτικές εκτιμήσεις πολλών ερευνητών έκαναν λόγο για «ηφαιστειακούς χειμώνες» διάρκειας δεκαετιών, ακόμη δε και αιώνων. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, άλλοι ερευνητές ανακάλυψαν στοιχεία που μειώνουν δραστικά το παραπάνω χρονικό διάστημα.

Ίχνη θειικού οξέος που παράγεται ύστερα από μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις βρίσκονται σχεδόν πάντοτε εγκλωβισμένα μέσα στο χιόνι και τον πάγο, καθώς το εν λόγω οξύ εγκαταλείπει μαζί με τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα τη μολυσμένη ατμόσφαιρα πέφτοντας πάνω στη γήινη επιφάνεια. Το 1996, ερευνητές που μελετούσαν «καρότα» πάγου από τη Γροιλανδία και την Ανταρκτική ανακάλυψαν την κατακόρυφη αύξηση της συγκέντρωσης του θειικού οξέος που ακολούθησε την υπερέκρηξη της Toba πριν από 74.000 χρόνια. Στην έκρηξη αυτή εκτινάχτηκαν 2.800 κυβικά χιλιόμετρα λάβας και σποδού προκαλώντας μείωση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 5 με 15 βαθμούς Κελσίου. Οι συνέπειες μιας τέτοιας μεταβολής αναμφίβολα ήταν σφοδρές, δεν είχαν όμως τη διάρκεια που κάποτε θεωρούσαμε, το θειικό οξύ εξαφανίστηκε από το αρχείο πάγου έπειτα από μόλις 6 χρόνια, μάλιστα, μερικοί ερευνητές προτείνουν ότι αυτό συνέβη ακόμη νωρίτερα.

Τα καλά νέα λοιπόν είναι ότι οι ηφαιστειακοί χειμώνες έχουν διάρκεια πιθανότατα μικρότερη από την αναμενόμενη. Ωστόσο, μια νέα μέθοδος που αναπτύχθηκε τα τελευταία 5 χρόνια για τη μελέτη της ισοτοπικής σύστασης των ατόμων οξυγόνου τα οποία εμπεριέχονται στην ηφαιστειακή όξινη βροχή αποκαλύπτει μια εξ ολοκλήρου διαφορετική, ανησυχητική ένδειξη σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τού SO2 στην ατμόσφαιρα. Για να μετατραπεί το μόριο SO2 σε μόριο θειικού οξέος (H2SO4), πρέπει να οξειδωθεί — με άλλα λόγια, να αποκτήσει δύο άτομα οξυγόνου από κάποια άλλη ένωση που ήδη υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Το ποια ακριβώς ένωση διαδραματίζει τον κρίσιμο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία αποτελεί αντικείμενο θερμών συζητήσεων στο πλαίσιο των τρεχουσών ερευνών. Κι αυτό είναι το όζον, που είναι αέριο του οποίου το μόριο αποτελούν τρία άτομα οξυγόνου — είναι δε ευρύτερα γνωστό διότι προστατεύει τη Γη μας από τις επιβλαβείς υπεριώδεις ηλιακές ακτίνες.

Ερευνητές που μελέτησαν τη σποδό παλιότερων γιγαντιαίων εκρήξεων στην Ανταρκτική έδειξαν ότι και αυτά τα συμβάντα πιθανόν «ροκάνισαν» το στρατοσφαιρικό όζον. Επομένως, αρχίζει να διαφαίνεται ότι οι εκπομπές υπερηφαιστείων δημιουργούν τρύπες στο στρώμα του όζοντος, οι οποίες διατηρούνται για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ' όσο οι εκπομπές αυτές χρειάζονται για να δημιουργήσουν ψυχρότερο κλίμα.

Αυτή η απώλεια μέρους του προστατευτικού στρώματος του όζοντος θα περιμέναμε να οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού της επιβλαβούς υπεριώδους ακτινοβολίας που φτάνει στην επιφάνεια της Γης — συνεπώς και των προκαλούμενων από αυτή γενετικών βλαβών. Το μέγεθος και η έκταση της πιθανής καταστροφής του όζοντος ακόμα συζητιούνται. Ενδείξεις από «καρότα» πάγου αποκαλύπτουν μείωση κατά 3% με 8% του στρώματος του όζοντος μετά την έκρηξη του ηφαιστείου Πινατούμπο το 1991. Τι θα συνέβαινε όμως στην περίπτωση μιας έκρηξης 100 φορές μεγαλύτερης; Το πρόβλημα δεν λύνεται με απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς, διότι οι λεπτομέρειες των οξειδωτικών αντιδράσεων που πραγματοποιούνται στην ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά περίπλοκες και ελλιπώς κατανοητές.

Πηγή: SCIENTIFIC AMERICAN, Wikipedia, BBC

Δείτε και τα σχετικά άρθρα
Εκρήξεις υπερ-ηφαιστείων στην αμερικανική ήπειρο
Τα ηφαίστεια, η ιστορία και η δράση τους