Είναι η πληροφορία το κλειδί για τους νόμους της Φύσης;

Άρθρο από Nature, Οκτώβριος 2005

Η επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας μας έχει φέρει νέα μέσα υπολογισμού και επικοινωνίας. Θα μπορούσαν όμως τα θεωρήματά της να αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση του κβαντικού κόσμου στο πιο βαθύ επίπεδό του; Αφορούν πράγματι οι θεμελιώδεις νόμοι της φύσης, την ίδια την πληροφορία και όχι τα σωματίδια και τα κύματα;

Η χρονιά που διανύουμε σημαδεύει μια εκατονταετία της κβαντικής μηχανικής. Παρά την πρηγούμενη δουλειά του Max Planck, ήταν η εργασία του 1905 του Albert Einstein - που του έδωσε και το βραβείο Νόμπελ - για την φύση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου, που μας έδωσε τη μεγαλύτερη επιστημονική θεωρία όλων των εποχών. Στη συνέχεια μπήκαν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της θεωρίας ένας προς έναν από μια σειρά μεγάλων ονομάτων όπως οι Niels Bohr, Erwin Schrödinger και Werner Heisenberg. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές οι θέσεις των φυσικών αυτών προκάλεσε τρόμο στον Einstein. Μια σχεδόν αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της συλλογικής προσπάθειας θεμελίωσής της στην πορεία των χρόνων, είναι ότι η κβαντομηχανική στηρίζεται πάνω σε αξιώματα που είναι ελλιπώς συναρμοσμένα μεταξύ τους.

Η κβαντομηχανική μας έχει αναγκάσει να ξανασκεφτούμε τη φύση του φυσικού κόσμου, τα διδάγματά της έρχονται συχνά σε αντίφαση με την μακροσκοπική εμπειρία μας. Είναι καιρός να κάνουμε μια στάση και να αναλογιστούμε τι μάθαμε αυτά τα 100 χρόνια. Ο Christopher Fuchs2, πιστεύει ότι χρειάζεται να δούμε από μια καινούργια οπτική γωνία τα αξιώματα της κβαντομηχανικής και κάτι τέτοιο θα μας έδινε μια πιο ικανοποιητική θεμελίωση της θεωρίας.

Νέοι ορίζοντες

Η κβαντομηχανική έχει αλλάξει τη μορφή του κόσμου μας. Το τρανζίστορ, το λέιζερ, η υπεραγωγιμότητα, η ατομική βόμβα, είναι πρώιμες εφαρμογές της θεωρίας και είναι μερικές μόνο από αυτές που άλλαξαν τη μορφή του κόσμου μας. Το τρανζίστορ έκανε δυνατή μια δραματική αύξηση στην υπολογιστική μας ισχύ. Παρόλα αυτά, αν υπάρχει αρκετός χρόνος και η πρώτη υπολογιστική μηχανή με γρανάζια του Charles Babbage θα μπορούσε να κάνει τους ίδιους υπολογισμούς. Κατά βάθος, οι σύγχρονες υπολογιστικές μηχανές μας είναι κλασσικές συσκευές. Θα μπορούσαν κάποια γνήσια κβαντικά φαινόμενα να τιθασευτούν για υπολογιστικούς σκοπούς;

Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 οι Richard Feynman3 και David Deutsch4 σκέφτηκαν ότι ένας κβαντικός υπολογιστής θα μπορούσε να είναι τόσο αποτελεσματικός ώστε να ξεπερνάει κατά πολύ τους κλασσικούς ανταγωνιστές του. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να βρίσκεται συγχρόνως στη θεμελιώδη και σε διεγερμένες καταστάσεις. Αν αποδώσουμε το κλασσικό μπιτ 0, σε μια κατάσταση και το μπιτ 1 σε μια άλλη, μιλάμε για ένα κβαντικό μπιτ ή αλλιώς ένα κιούμπιτ . Έτσι, ενώ ένας κλασσικός καταχωρητής με 1 μπιτ μπορεί να βρίσκεται είτε στην κατάσταση 0 είτε στην κατάσταση 1, αλλά κάθε φορά σε μια μόνο από αυτές, ένας κβαντικός καταχωρητής με 1 κιούμπιτ, αποθηκεύει συγχρόνως και τις δύο δυνατότητες. Παρόμοια, ένας κλασσικός καταχωρητής με 3 μπιτ, μπορεί να αποθηκεύει κάθε φορά έναν μόνο από τους αριθμούς 0 έως 7. Ένας κβαντικός καταχωρητής με 3 κιούμπιτς, μπορεί να αποθηκεύσει τους ίδιους αριθμούς συγχρόνως όλους μαζί. Αν βάλουμε στη σειρά 10 κιούμπιτς, θα έχουμε συνολικά 1024 κλασσικές καταστάσεις των 10 μπιτς, και μπορούμε να εκτελούμε υπολογισμούς χρησιμοποιώντας όλες αυτές τις καταστάσεις παράλληλα. Αν αντικαταστήσουμε αυτά τα 10 κιούμπιτς με 1000, πετυχαίνουμε 21,000 (περίπου 10301) επεξεργασίες ταυτόχρονα. Κάτι τέτοιο ένα βαθμό παράλληλης επεξεργασίας που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με ένα κλασσικό υπολογιστή, έστω κι αν αυτός είχε το μέγεθος του Σύμπαντος, και κάθε στοιχειώδες σωματίδιό του ήταν και μια μονάδα επεξεργασίας. Ακόμη όμως και αν φτιάχναμε ένα κβαντικό υπολογιστή, θα μπορούσε άραγε να εκτελέσει υπολογισμούς που είναι αδύνατοι στον κλασσικό κόσμο;

Ο κβαντικός υπολογιστής θεωρήθηκε αρχικά, απλώς σαν μια θεωρητική έννοια, αλλά το ενδιαφέρον γι αυτόν αυξήθηκε όταν ο Peter Shor ανακάλυψε ένα τρόπο να χρησιμοποιεί τις δυνατότητές του για να παραγοντοποιήσει με επιτυχία πολύ μεγάλους αριθμούς 5. Ένας τέτοιος υπολογιστής θα απειλούσε να σπάσει την κρυπτογράφηση που χρησιμοποιούμε σήμερα, για μετάδοση δεδομένων. Ιδιαίτερα για την ασφαλή μετάδοση του αριθμού πιστωτικών καρτών κατά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές μας. Το ηλεκτρονικό εμπόριο με την παρούσα μορφή του σώζεται από μια καταστροφική κατάρρευση, μόνο γιατί η κατασκευή ενός μεγάλου μεγέθους κβαντικού υπολογιστή, είναι προς το παρόν ανέφικτη, με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα. Και φαντασθείτε τι επιπτώσεις θα έχει στην εθνική ασφάλεια η κατάρρευση της κλασσικής κρυπτογραφίας.

Ακόμη και αν οι δυνατότητες των κβαντικών υπολογιστών προκαλούν το μυαλό, αυτό δεν αλλάζει τη θεωρητική σημασία για το τι μπορούμε να υπολογίσουμε. Η μαθηματική θεωρία της υπολογισιμότητας ανάγεται στην πρωτοποριακή εργασία του 1936 του Alan Turing6. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ένα πρόβλημα θεωρείται επιλύσιμο αν μπορεί να το επιλύσει ένας αλγόριθμος, χωρίς να μας ενδιαφέρει πόσος χρόνος θα χρειαζόταν. Ακόμη κι αν χρειαζόταν χρόνος μεγαλύτερος από τη ζωή του σύμπαντος. Από την άποψη αυτή οι κβαντικοί υπολογιστές μπορούν να λύσουν μόνο τα προβλήματα εκείνα που είναι και κλασσικά επιλύσιμα.

Εισαγωγή στην κρυπτογραφία

Αυτό εγείρει το ερώτημα: Υπάρχουν εργασίες επεξεργασίας της πληροφορίας που είναι κατ' αρχήν αδύνατο να επιλυθούν στον κλασσικό κόσμο, αλλά είναι δυνατή η επίλυσή τους μέσω της κβαντομηχανικής; Έστω κι αν παρέμεινε αδημοσίευτη για 15 χρόνια, τελικά δόθηκε η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα του Stephen Wiesner, ο οποίος το διατύπωσε πολύ πριν σκεφτεί οποιοσδήποτε τους κβαντικούς υπολογιστές. Γύρω στα 1970, αυτός ανακάλυψε ότι τα κβαντικά φαινόμενα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να παράγουμε τραπεζογραμμάτια που δεν θα μπορούσαν να πλαστογραφηθούν 7. Επειδή η κβαντική πληροφορία δεν μπορεί να κλωνοποιηθεί, ο Wiesner κατάλαβε ότι ένα χαρτονόμισμα που περιείχε κβαντική πληροφορία θα ήταν αδύνατο να αντιγραφεί. Δυστυχώς, αυτή η επαναστατική (αν και μη πρακτική) ιδέα πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ο μόνος που της έδωσε σημασία ήταν ο παλιός συμφοιτητής του Wiesner, ο Charles H. Bennett.

Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία πριν μου αναφέρει ο Bennett για την ιδέα του Wiesner, η οποία μας οδήγησε στην από κοινού ανακάλυψή μας της κβαντικής κρυπτογραφίας8, 9. Για πολλά χρόνια, οι μαθηματικοί έψαχναν για ένα σύστημα που θα επέτρεπε σε δύο ανθρώπους να ανταλλάσσουν πληροφορίες με απόλυτη ασφάλεια. Στα 1940 ο Claude Shannon απέδειξε ότι αυτός ο στόχος είναι ανέφικτος, εκτός εάν τα δύο μέρη που επικοινωνούν, μοιράζονται ένα τυχαίο μυστικό κλειδί, το οποίο έχει τόσο μήκος όσο και το μήνυμα που θέλουν να ανταλλάξουν10 . Επιπλέον, αυτό το μυστικό κλειδί μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά. Στην κβαντική κρυπτογραφία όμως, αυτό το απαισιόδοξο θεώρημα μπορεί να ξεπεραστεί αν εκμεταλλευτούμε τόσο την αδυναμία να μετρηθεί με ακρίβεια η κβαντική πληροφορία όσο και την διαταραχή που προκαλείται αναπόφευκτα από τέτοιες μετρήσεις. Όταν η πληροφορία κωδικοποιείται κατάλληλα σε κβαντικές καταστάσεις, κάθε προσπάθεια από κάποιον να αποκτήσει πρόσβαση σ' αυτήν, περιέχει αναγκαστικά την πιθανότητα να καταστραφεί ανεπανόρθωτα η πληροφορία. Η διαταραχή αυτή μπορεί ν' ανιχνευτεί από τους νόμιμους χρήστες της, επιτρέποντας έτσι την εγκατάσταση μιας ασφαλούς σύνδεσης χωρίς την προϋπόθεση να μοιράζονται ένα κοινό μυστικό κλειδί. Όταν ανακοινώσαμε την πρώτη πειραματική πραγματοποίηση κβαντικής κρυπτογραφίας11 ,ο Deutsch έγραψε12 στο περιοδικό New Scientist: "Το θεωρητικό μοντέλο του Alan Turing είναι η βάση όλων των υπολογιστών. Τώρα, για πρώτη φορά, ξεπεράστηκαν οι δυνατότητές τους." Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι κβαντικοί υπολογιστές απειλούν τα περισσότερα από τα κλασσικά κρυπτογραφικά σχήματα που είναι εν χρήσει σήμερα, αλλά η κβαντική κρυπτογραφία προσφέρει μια ασφαλή εναλλακτική λύση χωρίς προϋποθέσεις. 

Ο πιο προφανής σκοπός της κρυπτογραφίας ήταν πάντα η ασφαλής μεταβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών. Κατά τις τρεις όμως προηγούμενες δεκαετίες, γνωρίσαμε την ανάπτυξη νέων εφαρμογών για τις τεχνικές της κρυπτογραφίας, όπως είναι η ψηφιακή υπογραφή και η ασφαλής επεξεργασία μιας πληροφορίας από πολλούς ανθρώπους συγχρόνως. Παρόλα αυτά, όλες αυτές οι κλασσικές έννοιες μπορούν να νικηθούν αν κάποιοι διαθέτουν απεριόριστη υπολογιστική ισχύ. Συν τοις άλλοις, οι περισσότερες από τις προτεινόμενες βελτιώσεις δεν μπορούν να αντισταθούν σε επιθέσεις κβαντικών υπολογιστών5. Μετά την επιτυχία της κβαντικής κρυπτογραφίας στην ασφαλή επικοινωνία, ήταν φυσικό να ελπίζουμε ότι οι κβαντικές τεχνικές θα μας βοηθούσαν και στην ανάπτυξη ασφαλών πρωτοκόλλων χωρίς τρωτά σημεία γι αυτές τις πιο εξεζητημένες εργασίες.

Μια από τις πιο απλές εργασίες είναι γνωστή ως "δέσμευση των μπιτ" - μια μάλλον αφηρημένη αλλά μεγάλης σημασίας ιδέα για την επίτευξη των κρυπτογραφικών σκοπών. Σ' ένα σχήμα "δέσμευσης των μπιτ", ένα πρόσωπο (ας πούμε η Αλίκη), καταγράφει και φυλάσσει ένα μπιτ, στέλνοντας κάτι σ' ένα άλλο πρόσωπο (ας πούμε τον Μπομπ). Αργότερα η Αλίκη μπορεί να αποκαλύψει το τι είχε δεσμεύσει, αφήνοντας έτσι τον Μπομπ να μάθει τι  ήθελε να μεταδώσει.  Το σχήμα αυτό αποκρύπτει κάτι, εφόσον είναι αδύνατο για τον Μπομπ να μάθει οτιδήποτε για το δεσμευμένο μπιτ με ανάλυση των όσων του είχε στείλει η Αλίκη.  

Για πολλά χρόνια, ο σχεδιασμός ενός πρωτοκόλλου που θα απέκρυπτε και θα δέσμευε τα μπιτς, με χρήση κβαντικών μέσων, εθεωρείτο ως κλειδί για να ξεκλειδώσουμε κάθε τι που θέλουμε να κάνουμε με την κρυπτογραφία. Δυστυχώς, αποδείχθηκε από τους Dominic Mayers13 και Hoi-Kwong Lo και Hoi Fung Chau14 ότι τέτοια κβαντικά σχήματα είναι αδύνατα. 

Μια καινούρια ματιά

Η κβαντομηχανική μπορεί να βοηθήσει την κρυπτογραφία, αλλά μέχρι ένα σημείο. Επιτρέπει την άνευ περιορισμών ασφαλή μετάδοση εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά αλλά δεν επιτρέπει την άνευ όρων  ασφάλεια στη δέσμευση της πληροφορίας. Αυτά τα δύο σημεία θεωρούνται γενικά ότι είναι πολύ βαθειά θεωρήματα για την επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας. Φτάνουν όμως οι επιδράσεις του και πέρα από επιστήμη της πληροφορίας;  Τι θα μπορούσαν να μας πουν για τον ευρύτερο φυσικό κόσμο; 

Ο Fuchs — ο κύριος υποκινητής αυτής της διανοητικής προέκτασης — έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να προτείνει ότι το πρώτο από αυτά τα θεωρήματα (η δυνατότητα απόλυτης εμπιστευτικότητας), ή ίσως κάποια άλλα παρόμοιας απόχρωσης, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για μια νέα θεμελίωση της κβαντομηχανικής, στην οποία η πληροφορία έχει τον κεντρικό ρόλο. Εμπνεόμενος από τις συζητήσεις που είχα με τον Fuchs, μου φάνηκε ότι το δεύτερο θεώρημα (ότι είναι αδύνατο να συμβεί η δέσμευση του μπιτ), θα μπορούσε να είναι εξίσου θεμελιώδες15. Φαντασθείτε να μπορούσαμε να παράγουμε όλη την κβαντομηχανική, αν θεωρούσαμε αυτά τα δύο κβαντικά κρυπτογραφικά θεωρήματα ως αξιώματα. 

Ομολογουμένως, η ιδέα αυτή στην αρχική της μορφή απορρίφθηκε από τον John Smolin, ο οποίος επινόησε ένα τεχνητό κόσμο στον οποίο η άνευ όρων εμπιστευτικότητα θα ήταν δυνατή, αλλά όχι η δέσμευση των μπιτ. Απέδειξε ότι ο κόσμος αυτός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κβαντικό "1"16. Οι συζητήσεις όμως με τον Jeffrey Bub έδωσαν νέα πνοή στο όνειρο του Fuchs και στο δικό μου. Μαζί με τον  Rob Clifton και τον Hans Halvorson, ο Jeffrey Bub επέλεξε να ξεφύγει κάπως από την κρυπτογραφία και να να πάρει πιο θεμελιακές ιδιότητες της κβαντικής πληροφορίας ως αξιώματα. 

Πιο συγκεκριμένα θεώρησε ως θεμελιώδες το γεγονός ότι, κανένας χειρισμός που γίνεται σε κάποιο σημείο του χώρου δεν μπορεί να έχει ένα ακαριαίο αποτέλεσμα σε ένα άλλο σημείο του χώρου, καθώς και το γεγονός ότι η πληροφορία δεν μπορεί να κλωνοποιηθεί. Το ζεύγος αυτό των παραδοχών αντικατέστησε το αξίωμα ότι είναι δυνατή η μετάδοση της πληροφορίας με απεριόριστη ασφάλεια, ενώ κράτησαν το αξίωμα ότι δεν είναι δυνατή η άνευ όρων ασφαλής δέσμευση του μπιτ. 

Για να παραχθεί οτιδήποτε από αυτά τα θεμελιώδη αξιώματα για την πληροφορία, χρειάστηκε να υποθέσουν ότι οι νόμοι της φυσικής μπορούν να περιγραφούν μέσα στο πλαίσιο των μαθηματικών εργαλείων που είναι γνωστά ως άλγεβρα C*. Είναι εκπληκτικό όμως που τους οδήγησαν αυτά τα αξιώματα: Μπόρεσαν να παράγουν τα βασικά κινηματικά χαρακτηριστικά της κβαντομηχανικής. Όπως π.χ. την αρχή της συμβολής, την μη μεταθετικότητα των μετρήσεων και την ύπαρξη εναγκαλισμού γεγονότων (entanglement ), που έχουν χωροειδή απόσταση μεταξύ τους17. Ένα ελκυστικό χαρακτηριστικό στην προσέγγισή τους είναι ότι το αδύνατον της δέσμευσης του μπιτ χρησιμοποιείται για να αποδειχθεί όχι μόνο ότι υπάρχει εναγκαλισμός, αλλά ότι πρέπει και να επιζεί απεριόριστα στο χρόνο και στο χώρο - πράγμα το οποίο είναι κύριο χαρακτηριστικό της κβαντομηχανικής που δεν συναντάμε στην κλασσική μηχανική. 

Αυτά είναι μόνο τα πρώτα βήματα, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορούμε πράγματι να στηρίξουμε την κβαντομηχανική μόνο επάνω στα αξιώματα της θεωρίας πληροφορίας, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε ειδικές υποθέσεις για την φυσική θεωρία, όπως είναι π.χ. η χρήση της άλγεβρας C*;  Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε περισσότερα για την κβαντομηχανική, πέρα από τις κινηματικές ιδιότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω; Ποιά άλλα θεωρήματα της επιστήμης της κβαντικής πληροφορίας χρειάζονται να ληφθούν ως αξιώματα για την κβαντομηχανική; 

Στο σημείο αυτό έχω μια πρόταση. Ας θεωρήσουμε το πεδίο των επικοινωνιών, το οποίο ασχολείται με την ποσότητα της πληροφορίας η οποία πρέπει να μεταδοθεί μεταξύ δύο μερών ώστε να εκτελούν υπολογισμούς με κάποια συνάρτηση εισάγοντας σ' αυτήν μεταβλητές που κατέχουν. Αποδεικνύεται η απαιτούμενη μετάδοση μπορεί να μειωθεί δραματικά σε μερικές περιπτώσεις όταν τα δύο μέρη μετέχουν σε προηγούμενες καταστάσεις εναγκαλισμού18. Παρόλα αυτά, ακόμη και αν προϋπάρχει απεριόριστη συμμετοχή σε εναγκαλισμό, κάποιες συναρτήσεις Bool απαιτούν την μετάδοση ενός αριθμού μπιτς ο οποίος αυξάνει γραμμικά με το μέγεθος των εισαγομένων τιμών στη συνάρτηση. 

Ανακαλύφθηκε από τον Wim van Dam19, και ανεξάρτητα από τον Richard Cleve, ότι όλες οι συναρτήσεις Bool θα μπορούσαν να υπολογιστούν με την μετάδοση ενός μόνο μπιτ, αρκεί η φυσική να επέτρεπε ένα συγκεκριμένο τύπο μη τοπικού συσχετισμού ακόμα πιο ισχυρό από αυτόν που εξασφαλίζει ο κβαντικός εναγκαλισμός. Αυτό που κάνει την ανακάλυψη αυτή τόσο ενδιαφέρουσα είναι ότι αυτοί οι υπέρ-κβαντικοί συσχετισμοί δεν παραβιάζουν το αξίωμα περί μη δυνατότητας ακαριαίας μετάδοσης σήματος20. Με άλλα λόγια, η κβαντομηχανική εμφανίζει μη τοπικές ιδιότητες πάντα όμως μέσα στο πλαίσιο της αιτιότητας του Einstein. 

Για μια ακόμη φορά θα αναρωτηθούμε, τι προσπαθούν όλα αυτά να μας πουν για τη φύση. Πιστεύω ότι αυτό θα ήταν ένα άλλο αξίωμα: Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να εκτελέσουμε υπολογισμούς με όλες τις συναρτήσεις Bool μεταξύ δύο μερών, με μετάδοση ενός μόνο μπιτ επικοινωνίας. Πόσο άραγε ακόμα μέρος της κβαντομηχανικής μπορεί να εξαχθεί από αυτό το αξίωμα;  

Έναν αιώνα μετά τη χρονιά των θαυμάτων του Einstein, η επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας  θα μπορούσε ν' αποδειχτεί ότι είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας. Θα μπορούσε ίσως να ορίσει την ίδια την φύση της κβαντικής θεωρίας φύσης. 


Ο συγγραφέας του άρθρου είναι ο Gilles Brassard . Ανήκει στο τμήμα Πληροφορικής και Επιχειρησιακής έρευνας του πανεπιστημίου του Montréal, στο Québec του Καναδά.

Δείτε και τα σχετικά άρθρα
Κβαντική πληροφορία: Οι κανόνες για ένα πολύπλοκο κβαντικό κόσμο - Άρθρο ανασκόπησης για την επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας
Η σημασία της πληροφορίας σ' ένα ολογραφικό Σύμπαν

Αναφορές

Einstein, A. Ann. Phys. 17, 132–148 (1905). | ChemPort |

Fuchs, C. A. Preprint at <http://arxiv.org/quant-ph/0205039> (2002).

Feynman, R. Int. J. Theoret. Phys. 21, 467–488 (1982). | ISI |

Deutsch, D. Proc. R. Soc. Lond. A 400, 97–117 (1985). | ISI |

Shor, P. W. SIAM J. Computing 26, 1484–1509 (1997). | Article | ISI |

Turing, A. M. Proc. Lond. Math. Soc. 42, 230–265 (1936).

Wiesner, S. ACM Sigact News 15(1), 78–88 (1983). | Article |

Bennett, C. H. & Brassard, G. in Proc. IEEE Int. Conf. Computers, Systems and Signal Processing 175–179 (IEEE, New York, 1984).

Bennett, C. H., Brassard, G. & Ekert, A. K. Sci. Am. 267, 50–57 (October 1992). | ISI |

Shannon, C. E. Bell System Tech. J. 28, 656–715 (1949). | ISI |

Bennett, C. H. & Brassard, G. ACM Sigact News 20(4), 78–82 (1989). | Article |

Deutsch, D. New Scientist 1694, 25–26 (9 December 1989). | PubMed |

Mayers, D. Phys. Rev. Lett. 78, 3414–3417 (1997). | Article | ISI | ChemPort |

Lo, H. -K. & Chau, H. F. Phys. Rev. Lett. 78, 3410–3413 (1997). | Article | ISI | ChemPort |

Fuchs, C. A. Preprint at <http://arxiv.org/quant-ph/0105039> 83–84 (2001).

Smolin, J. Quant. Inf. Comp. 5, 161–169 (2005). | ISI |

Clifton, R., Bub, J. & Halvorson, H. Found. Phys. 33, 1561–1591 (2003). | Article | ISI |

Buhrman, H., Cleve, R. & Wigderson, A. in Proc. 30th Annu. ACM Symp. Theory of Computing 63–68 (ACM, New York, 1998).

van Dam, W. Preprint at <http://arxiv.org/quant-ph/0501159> (2005).

Popescu, S. & Rohrlich, D. Found. Phys. 24, 379–385 (1994). | Article | ISI |