Οι κβαντικές κρίσιμες καταστάσεις

Άρθρο ανασκόπησης από το Nature   Ιανουάριος 2005

Καθώς έχει περάσει ακριβώς μια εκατονταετία από την θεμελίωση της κβαντικής θεωρίας και της ειδικής σχετικότητας από τον Einstein, πλησιάζει και μια άλλη επέτειος, της θεμελίωσης πάλι από τον Einstein της κβαντικής θεωρίας των στερεών σωμάτων. !00 χρόνια μετά, οι ίδιες πειραματικές μετρήσεις που απασχόλησαν τον Einstein και τους συγχρόνους του, μας αναγκάζουν να αναρωτηθούμε για την κατανόηση  που έχουμε για τον τρόπο με τον οποίο η κβαντική ύλη μετασχηματίζεται στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. 

Στη στροφή του 20ου αιώνα, μια κρίση λιγότερο φημισμένη αλλά το ίδιο βαθιά όσο η αποτυχία των Michelson και Morley να παρατηρήσουν την κίνηση της Γης μέσα από τον αιθέρα, έφερε σε αμηχανία τους θεμελιωτές της σύγχρονης φυσικής. Το αίνιγμα δεν προερχόταν από αστροφυσικές παρατηρήσεις, αλλά από την αθώα ερώτηση για το ποσόν θερμότητας που χρειαζόταν για να ανυψώσουμε τη θερμοκρασία του αδάμαντα, δηλαδή την ειδική θερμότητά του. Το πρόβλημα ήταν ότι απαιτείτο αρκετά λιγότερη ενέργεια από αυτή που αναμενόταν. Σχεδόν 100 χρόνια πρωτύτερα, οι Pierre-Louis Dulong και Alexis-Thérèse Petit είχαν παρατηρήσει ότι ανεξάρτητα από τι ήταν φτιαγμένο ένα στερεό σώμα, η ειδική θερμότητά του ανά γραμμομόριο ήταν χοντρικά η ίδια. Το 1876 διτυπώθηκε γι αυτό μια ισχυρή θεωρητική θεμελίωση από τον Ludwig Boltzmann. Εφαρμόζοντας τη στατιστική μηχανική που είχε ανακαλύψει, στα άτομα ενός στερεού μπόρεσε να υπολογίσει την ειδική θερμότητα ανά άτομο, σε στενή συμφωνία με τις αρχικές παρατηρήσεις των  Dulong και Petit. Αλλά κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ο θρίαμβος αυτός της στατιστικής μηχανικής έμοιαζε όλο και πιο κούφιος. όχι μόνο μερικά υλικά όπως το διαμάντι, δείχνουν πολύ μικρή ειδική θερμότητα, αλλά η πρόοδος των ψυκτικών τεχνικών έδειξε ότι οι ειδικές θερμότητες εξαρτιόνταν ισχυρά από τη θερμοκρασία στην περιοχή των χαμηλών θερμοκρασιών, σε αντίθεση με τη θεωρία του Boltzmann. Δεν ήτα η τελευταία φορά που η φυσική των χαμηλών θερμοκρασιών θα έδειχνε την ανάγκη μιας νέας κατανόησης. 

Οι προσπάθειες να συμβιβάσουν τη θεωρία με το πείραμα σημαδεύτηκαν από τρεις μεγάλους φυσικούς του 19ου αιώνα: τον Boltzmann, τον λόρδο Kelvin και τον λόρδο Rayleigh. Ο Boltzmann πρότεινε ότι ο τρόπος που συμπεριφέρονταν τα άτομα όταν περιορίζονταν μέσα σ' ένα στερεό δεν πρέπει να ήταν τόσο απλός όσο είχε υποθέσει αρχικά. Ο λόρδος Kelvin από την άλλη μεριά έψαξε στα μαθηματικά της απόδειξης του Boltzmann και πείσθηκε ότι το λάθος βρισκόταν εκεί. Ήταν ο λόρδος Rayleigh αυτός που είπε ότι τόσο το πείραμα όσο και η θεωρία ήταν σωστά και υπήρχε μια πραγματική κρίση, η οποία θα μπορούσε να ξεπεραστεί μόνο με νέες ιδέες. Το επόμενο βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε από τον Einstein. 

O Einstein και το αίνιγμα των ειδικών θερμοτήτων

Ο Einstein εμπνεύστηκε από κάτι τελείως διαφορετικό: το φως που έρχεται από τα άστρα. Στα 1900 ο  Max Planck είχε αναπτύξει ένα μαθηματικό τύπο ο οποίος μπορούσε να συσχετίσει το χρώμα των άστρων με τη θερμοκρασία τους. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για την μετέπειτα εξέλιξη της κβαντικής θεωρίας. Η θεωρία του Planck οδήγησε τον Einstein να συμπεράνει ότι το φως αποτελείται από διακριτά κβάντα ή φωτόνια. Το 1906 ο Einstein εφάρμοσε τη σχέση του Planck στις ταλαντώσεις εντός της ύλης, για τις οποίες συμπέρανε ότι πρέπει επίσης να αποτελούνται από κβάντα - μικροσκοπικά κυματοπακέτα ήχου τα οποία σήμερα ονομάζουμε φωνόνια. Σε υψηλές θερμοκρασίες, η θεωρία του Einstein έτεινε προς τη θεωρία του Boltzmann, αλλά όταν η θερμοκρασία γινόταν πιο χαμηλή από την απαραίτητη για να διεγερθούν τα φωνόνια, η ειδική θερμότητα έπεφτε δραματικά. Στην εργασία του τον Νοέμβριο του 1906, ο Einstein δημοσίευσε μια από τις λίγες προσπάθειές του να αναπαράγει θεωρητικά συγκεκριμένες πειραματικές καμπύλες, συγκρίνοντας τη θεωρία του με την ειδική θερμότητα του αδάμαντα, για να δείξει ότι ένα αίνιγμα με ιστορία 70 ετών είχε λυθεί. Ένας νέος τομέας, αυτός της κβαντικής θεωρίας των στερεών είχε γεννηθεί. 

Η θεωρία που διατύπωσε ο Einstein το 1906 ήταν αναγκαστικά ατελής, αλλά περιείχε τους σπόρους μιας επικείμενης επανάστασης. Μια αναπαραγωγή της απλής θεωρίας του Einstein από πρώτες αρχές, έπρεπε να περιμένει ως το 1924, όταν το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το πρώτο πρόβλημα που έλυσε ο Werner Heisenberg χρησιμοποιώντας την καινούργια κβαντομηχανική. Μέχρι το 1930, η καινούργια προσέγγιση που εγκαινίασε ο Einstein είχε ουσιαστικά επιλύσει το πρόβλημα της ειδικής θερμότητας των στερεών. 

Η κβαντική κρισιμότητα και η επιστροφή του αινίγματος

Έναν αιώνα ύστερα, η ίδια μέτρηση της ειδικής θερμότητας των στερεών, μας δείχνει μια νέα σύγκρουση με τις θεωρίες μας για την ύλη. Οι "αντάρτες" του 21ου αιώνα είναι κρύσταλλοι που έφτιαξαν οι άνθρωποι και ανήκουν στην πρωτοπορία της επιστήμης των υλικών. Η φυσική έχει κατά παράδοση εστιάσει στις σταθερές φάσεις της ύλης, όπως είναι οι υπεραγωγοί, οι μαγνήτες ή τα σιδηροηλεκτρικά υλικά, αλλά με τα σύγχρονα υλικά είναι δυνατόν να μελετάμε ασταθείς κβαντικές φάσεις της ύλης. Η αινιγματική νέα συμπεριφορά αναπτύσσεται γύρω από τα αβέβαια σημεία αστάθειας μεταξύ δύο σταθερών φάσεων της ύλης, τα λεγόμενα κρίσιμα σημεία. Οι μοναδικές ιδιότητες που εμφανίζονται στην κβαντική κρίσιμη ύλη έχουν γίνει σημαντική εστία έρευνας κατά τα δέκα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, οι διαφορές που εμφανίζονται μεταξύ της καθιερωμένης θεωρίας και του πειράματος μας αφήνουν σε μια κατάσταση πραγμάτων που μοιάζει περίεργα με αυτή που υπήρχε με το διαμάντι, εκατό χρόνια πριν. 

Καθώς τα διάφορα υλικά στη ζωή μας γίνονται όλο και πιο εξεζητημένα - από τα πολύπλοκα πλαστικά μέχρι τα προηγμένα μεταλλικά κεραμικά - κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η κατανόηση των ιδιοτήτων τους θα απαιτούσε να γνωρίζουμε την εσωτερική πολυπλοκότητα των κινήσεων των ηλεκτρονίων και των ατόμων. Αλίμονο όμως, ένα τέτοιο έργο είναι αδύνατον, ακόμη και οι πιο προηγμένοι υπολογιστές δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με περισσότερα από μερικές δεκάδες ηλεκτρόνια συγχρόνως. Ευτυχώς όμως, όπως πρόβλεψε ο Boltzmann στην περίπτωση του διαμαντιού, οι συλλογές των σωματιδίων μπορούν να συμπεριφέρονται διαφορετικά από τα μεμονωμένα σωματίδια, ενώ δε οι μεμονωμένες κινήσεις τους είναι πολύπλοκες, οι συλλογικές τους ιδιότητες αποκτούν νέες ποιοτικές μορφές απλότητας. Η εμφάνιση του μαγνητισμού, η ανάπτυξη καταστάσεων μηδενικού ιξώδους στα υπέρ-ρευστά και η εμφάνιση μηδενικής αντίστασης σε ένα υπεραγώγιμο μέταλλο, είναι όλα παραδείγματα νέας αλλά απλής συμπεριφοράς που προέρχεται από τη συλλογική κίνηση των ηλεκτρονίων και των ατόμων μέσα στην πολύπλοκη ύλη. Όλα αυτά είναι παραδείγματα σταθερών φάσεων της ύλης. Η συλλογική συμπεριφορά γίνεται επίσης σημαντική στις ασταθείς καταστάσεις μεταξύ δύο σταθερών φάσεων της ύλης. Το σημείo μετασχηματισμού μεταξύ των δύο φάσεων λέγεται "μετάβαση φάσης".  

Οι μεταβάσεις φάσεων συναντιούνται παντού. Από την κρυστάλλωση του νερού σε χιονονιφάδες, την ευθυγράμμιση των ηλεκτρονικών σπιν μέσα σ' ένα σιδηρομαγνήτη, την εμφάνιση υπεραγωγιμότητας σ' ένα υλικό που ψύχεται όλο και σε χαμηλότερη θερμοκρασία, μέχρι τον σχηματισμό του χωροχρόνου κατά το Big Bang, όλα αυτά τα φαινόμενα περιλαμβάνουν μεταβολές φάσεων. Παρά την διαφορετικότητά τους, οι μεταβάσεις φάσεων συχνά έχουν αρκετά κοινά θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Η ειδική θερμότητα όταν το νερό γίνεται ατμός σε μια κρίσιμη πίεση, έχει στο νόμο που την περιγράφει την θερμοκρασία στην ίδια δύναμη όπως και στο νόμο που περιγράφει την απομαγνήτιση του σιδήρου όταν ανυψώνεται η θερμοκρασία. Η κατανόηση αυτής της ενιαίας συμπεριφοράς, την οποία γενικά αποκαλούμε ως κρίσιμα φαινόμενα αποτέλεσε ένα θρίαμβο της φυσικής του 20ου αιώνα. Μια από τις ανακαλύψεις κλειδιά ήταν ότι η επικείμενη μεταβολή φάσης σηματοδοτείται από τον σχηματισμό βραχύβιων φυσαλίδων που μεγαλώνουν καθώς το σύστημα πλησιάζει στο κρίσιμο σημείο της μεταβολής φάσης. Στο κρίσιμο σημείο, το υλικό κατακλύζεται από φυσαλίδες κάθε μεγέθους. 

Το λιώσιμο του πάγου, σαν τις περισσότερες μεταβάσεις φάσης, προκαλείται από την αυξανόμενη τυχαία θερμική κίνηση των μορίων η οποία συμβαίνει καθώς ανυψώνεται η θερμοκρασία. Η κανονική διάταξη των ατόμων που υπάρχει στο στερεό δεν μπορεί να διατηρηθεί πέραν μιας συγκεκριμένης θερμοκρασίας και το στερεό τήκεται. Η έρευνα της συμπυκνωμένης κατάστασης κατά την προηγούμενη δεκαετία, αποκάλυψε ένα νέο είδος μετάβασης φάσης, που προκαλείται όχι από θερμική κίνηση, αλλά από τις κβαντικές διακυμάνσεις που σχετίζονται με την αρχή απροσδιοριστίας του Heisenberg. Αυτές οι κβαντικές διακυμάνσεις αποκαλούνται και "κινήσεις μηδενικού σημείου". Σύμφωνα με την αρχή απροσδιοριστίας, όσο πιο βέβαιη είναι η θέση ενός σωματίου, τόσο πιο αβέβαιη είναι η ταχύτητά του. Παρόλο λοιπόν που η τυχαία θερμική κίνηση σταματάει στη θερμοκρασία του απόλυτου μηδενός, τα άτομα και τα μόρια δεν βρίσκονται σε ηρεμία στο απόλυτο μηδέν, γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα γνωρίζαμε με απόλυτη ακρίβεια και την θέση και την ταχύτητά τους. Αντίθετα βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση που δεν οφείλεται όμως στη θερμοκρασία. Αν αυτή η κίνηση μηδενικού σημείου γίνει πολύ έντονη, μπορεί να διαταράξει την τάξη αλλά στην περίπτωση αυτή η μετατροπή συμβαίνει στο απόλυτο μηδέν. Μια τέτοια κβαντική μετάβαση φάσης συμβαίνει στο στερεό ήλιο, το οποίο είναι τόσο ευαίσθητο ώστε απαιτεί μια πίεση για να σταθεροποιήσει το κρυσταλλικό του πλέγμα, ακόμη και στο απόλυτο μηδέν. Όταν πάψει να υπάρχει η πίεση, οι κινήσεις μηδενικού σημείου τήκουν τον κρύσταλλο. 

Τα πιο καλά μελετημένα παραδείγματα κβαντικής μεταβολής φάσης περιλαμβάνουν τον μαγνητισμό των μετάλλων. Τα ηλεκτρόνια έχουν μια μαγνητική κατεύθυνση ή σπιν, και όταν αυτά τα σπιν είναι ευθυγραμμισμένα με κανονικό τρόπο το υλικό γίνεται μαγνητικό. Ο σίδηρος μαγνητίζεται όταν όλα τα σπιν γίνουν παράλληλα, αλλά σε άλλα υλικά τα σπιν σχηματίζουν μια εναλλασσόμενη επαναλαμβανόμενη διάταξη η οποία λέγεται αντισιδηρομαγνητική. (Εικόνα 1.)  Αυτοί οι πιο ευπαθείς τύποι διάταξης τήκονται πιο εύκολα από τις διακυμάνσεις μηδενικού σημείου. Σχεδόν πριν από 3 δεκαετίες, ο θεωρητικός φυσικός John Hertz, μελέτησε πρώτος πως η κβαντομηχανική θα μπορούσε να επηρεάσει αυτές τις μεταβολές φάσης. Ο Hertz καταπιάστηκε με την ερώτηση, πως θα μπορούσαν τα κρίσιμα φαινόμενα να επηρεαστούν από την κβαντομηχανική. Το να εφαρμόσουμε την κβαντομηχανική στις μεταβολές φάσης, μοιάζει με την σχετικιστική ενοποίηση του χωροχρόνου από τον Einstein. Στην θεωρία του Hertz η κβαντομηχανική εμφανίζεται εισάγοντας μια χρονική διάσταση στις φυσαλίδες που συνεχώς δημιουργούνται. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό σχετίζεται με πρόσθετα φαινόμενα, αλλά ο Hertz εξήγησε ότι αν μια μετάβαση φάσης λαμβάνει χώρα στο απόλυτο μηδέν, τότε οι φυσαλίδες που δημιουργούνται συμπεριφέρονται κβαντομηχανικά μάλλον παρά κλασσικά. Σε μια μετάβαση φάσης στο απόλυτο μηδέν, εξήγησε ο ίδιος, αυτές οι κβαντικές φυσαλίδες μεγαλώνουν και κυριαρχούν σε όλο το υλικό, αλλάζοντας τις ιδιότητές του κατά μετρήσιμο τρόπο. Εκείνα που επηρεάζονται δε περισσότερο είναι τα ηλεκτρόνια. (Εικόνα 2.) Τέτοια κβαντικά κρίσιμη ύλη προσφέρει μια νέα πραγματική προοπτική νέων παγκόσμιων συμπεριφορών για τα ηλεκτρόνια, οι οποίες αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη λεπτομερειακή συμπεριφορά του υλικού, όταν το υλικό αυτό βρεθεί κοντά στο κβαντικά κρίσιμο σημείο. 


Εικόνα 1 Η επαναλαμβανόμενη διάταξη των σπιν σ' ένα αντισιδηρομαγνήτη.

Εικόνα 2. Σχηματική απεικόνιση ενός κβαντικού κρίσιμου σημείου που δείχνει το διάγραμμα φάσεων (α) και την ανάπτυξη των φυσαλίδων της κβαντικά κρίσιμης ύλης, κοντά στο κρίσιμο σημείο (b). Στο a, δείχνεται μια περιοχή σχήματος V της κβαντικής κρίσιμης ύλης, η οποία ξεκινώντας από το κβαντικό κρίσιμο σημείο εισχωρεί και στην περιοχή των πεπερασμένων θερμοκρασιών. Στο b, δείχνεται ότι καθώς η ύλη συντονίζεται προς την κβαντικά κρίσιμη κατάσταση, όλο και πιο μεγάλα σταγονίδια με διατεταγμένη μορφή εμφανίζονται. Σε κλίμακες μεγέθους μεγαλύτερου από αυτά τα σταγονίδια, τα ηλεκτρόνια διαδίδονται σαν κύματα. Μέσα στο σταγονίδιο, οι έντονες διακυμάνσεις τροποποιούν δραστικά την κίνηση των ηλεκτρονίων, και μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε διαχωρισμό των ιδιοτήτων του σπιν και του φορτίου. Η φυσική εντός της περιοχής V του διαγράμματος φάσεων, διερευνά το εσωτερικό των κβαντικών κρίσιμων σημείων (D), ενώ η φυσική των κανονικών μετάλλων (Ν) και των αντισιδηρομαγνητών (Α), συναντάται στο εξωτερικό των σταγονιδίων. Αν η κβαντικά κρίσιμη ύλη είναι παγκόσμια, όπως υποπτευόμαστε, τότε καμιά πληροφορία για τη μικροσκοπική φύση του υλικού δεν εισχωρεί εντός του σταγονιδίου. Θεωρώντας μια αναλογία με μια μαύρη τρύπα, το πέρασμα από μη κρίσιμη σε κρίσιμη κβαντική ύλη, περιλαμβάνει το πέρασμα από "τον ορίζοντα γεγονότων του υλικού". Τα πειράματα που συντονίζουν ένα υλικό να περάσει από τη συνήθη μεταλλική κατάσταση σε κβαντικό κρίσιμο σημείο, αναγκάζουν τα ηλεκτρόνια να περάσουν τον ορίζοντα γεγονότων στο διάγραμμα φάσης, προς το εσωτερικό της κβαντικά κρίσιμης ύλης, από την οποία ξαναβγαίνουν περνώντας έναν άλλο ορίζοντα στην άλλη πλευρά, προς ένα νέο σύμπαν μαγνητικά διατεταγμένης ύλης. 

Τα ηλεκτρόνια τα οποία άγουν το ηλεκτρικό ρεύμα μέσα σ' ένα μέταλλο μοιάζουν με τα φωτόνια του φωτός. Είναι και αυτά κβαντικά κύματα, των οποίων το μήκος κύματος μειώνεται, καθώς η ορμή τους αυξάνεται. Αντίθετα όμως με τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια υπακούουν στην απαγορευτική αρχή του Pauli η οποία λέει ότι δεν είναι δυνατόν δύο ηλεκτρόνια να έχουν ακριβώς την ίδια ορμή ή μήκος κύματος. Για να ελαχιστοποιηθεί η ενέργειά τους, πρέπει κάθε ηλεκτρόνιο να καταλαμβάνει την κατάσταση ορμής με την χαμηλότερη ενέργεια η οποία δεν είναι ήδη κατειλημμένη από άλλα ηλεκτρόνια. Όταν όλα τα ηλεκτρόνια το κάνουν αυτό, στο χώρο των ορμών σχηματίζεται μια επιφάνεια με τελείως καθαρό περίγραμμα, που λέγεται επιφάνεια Fermi, και η οποία διαχωρίζει τις καταστάσεις ορμής που έχουν την πιο υψηλή ενέργεια και είναι κατειλημμένες από τις καταστάσεις ορμής που δεν είναι κατειλημμένες. Η διάταξη αυτή επιβάλλει σοβαρούς περιορισμούς. Όπως από τα μήλα που είναι τοποθετημένα μέσα σ' ένα καφάσι, μόνο εκείνα που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια μπορούν να μετακινηθούν εύκολα, έτσι και τα ηλεκτρόνια των οποίων οι καταστάσεις είναι επάνω στην επιφάνεια Fermi ή κοντά σ' αυτήν μπορούν να έχουν μια ευκινησία. Μια συνέπεια αυτού έχει να κάνει με την ειδική θερμότητα: μόνο τα ηλεκτρόνια κοντά στην επιφάνεια Fermi μπορούν να απορροφήσουν θερμική ενέργεια και να μεταπηδήσουν σε μια μη κατειλημμένη κατάσταση πάνω από την επιφάνεια Fermi. Αυτό σημαίνει ότι η ειδική θερμότητα των μετάλλων είναι μικρή αλλά αυξάνει γραμμικά με τη θερμοκρασία. Ο συντελεστής αναλογίας καλείται συντελεστής Sommerfeld, και είναι ένα χοντρικό μέτρο για να εκτιμήσουμε την δραστική μάζα των ηλεκτρονίων που έχουν τις μεγαλύτερες ορμές εντός του μετάλλου. Αν συγκρίνουμε τη δραστική μάζα με τη μάζα ενός μεμονωμένου ηλεκτρονίου βρίσκεται ότι η δραστική μάζα είναι μεγαλύτερη. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας των δυνάμεων μεταξύ των ηλεκτρονίων, γιατί ένα ηλεκτρόνιο που μετακινείται έχει να παραμερίσει σπρώχνοντας τα γειτονικά του ηλεκτρόνια. 

Πολύ περισσότερο δραματικές μεταβολές συμβαίνουν όμως κοντά σε μια κβαντική μεταβολή φάσης. Πριν από 10 χρόνια, η ομάδα του Hilbert von Lohneyson στην Karlsruhe της Γερμανίας, αποφάσισε να μετρήσει την ειδική θερμότητα ενός μετάλλου στην κρίσιμη κβαντική κατάσταση. Διάλεξαν το CeCu6, το οποίο μπορεί να βρεθεί στο κβαντικό κρίσιμο σημείο μιας αντισιδηρομαγνητικής κατάστασης με την προσθήκη μικρής ποσότητας χρυσού. Καθώς πρόσθεταν χρυσό στο μέταλλο, βρήκαν ότι ο συντελεστής Sommerfeld του μετάλλου γινόταν όλο και μεγαλύτερος, σαν να γίνονταν τα ηλεκτρόνια όλο και πιο βαριά καθώς πλησίαζαν το κρίσιμο σημείο. Αλλά στην κρίσιμη κβαντική συγκέντρωση, ο συντελεστής Sommerfeld δεν έγινε ποτέ σταθερός. Συνέχισε να μεγαλώνει καθώς οι πειραματιστές μείωναν την θερμοκρασία, σαν να γινόταν άπειρη η μάζα των ηλεκτρονίων επί της επιφάνειας Fermi και η ενέργεια των ηλεκτρονίων να μηδενιζόταν.

Η ομάδα της Karlsruhe βρήκε και μια άλλη παράξενη ιδιότητα. Στα συνήθη μέταλλα, η ηλεκτρική αντίσταση που οφείλεται στα ηλεκτρόνια τα οποία σκεδάζονται το ένα με το άλλο αυξάνεται με το τετράγωνο της θερμοκρασίας, αλλά στο σύστημα που μελέτησαν, όταν αυτό βρισκόταν στο κβαντικό κρίσιμο σημείο η αντίσταση μεταβαλλόταν γραμμικά με τη θερμοκρασία. Η σταθερότητα του συντελεστή του Sommerfeld και η εξάρτηση της αντίστασης από την τετάρτη δύναμη της θερμοκρασίας συνθέτουν δύο τελείως διακριτά χαρακτηριστικά των συνηθισμένων μετάλλων. Η κατάρρευση αυτών των χαρακτηριστικών δείχνει ότι ένα κβαντικό κρίσιμο μέταλλο είναι ένας τελείως καινούργιος τύπος ηλεκτρονιακού ρευστού. 

Από την εμφάνιση των αρχικών μετρήσεων της ομάδας της Karlsruhe, πολλές νέες διαφορές από τα αναμενόμενα έχουν εμφανιστεί. Κβαντικά κρίσιμα σημεία έχουν βρεθεί από τότε με κατάλληλη ρύθμιση της πίεσης και με την εφαρμογή μαγνητικών πεδίων. έχει εμφανιστεί επίσης μια γραμμή από κβαντικά κρίσιμα σημεία αντί για ένα μόνο σημείο. Όλα τα δεδομένα υποστηρίζουν ότι η χαρακτηριστική κλίμακα ενέργειας του μετάλλου τείνει στο μηδέν σε ένα κβαντικό κρίσιμο σημείο. Πράγματι, η ίδια η θερμοκρασία μοιάζει να είναι η μόνη ενεργειακή κλίμακα που παραμένει στην κβαντικά κρίσιμη ύλη. Κατά τη σκέδαση νετρονίων για παράδειγμα, ο ρυθμός με τον οποίο σκεδάζονται μοιάζει να εξαρτάται αποκλειστικά από τον λόγο ενέργειας προς θερμοκρασία. Γραμμικός ή ημιγραμμικός ο νόμος της αντίστασης είναι άλλη μια εκδήλωση αυτού του φαινομένου, και στις πιο δραματικές περιπτώσεις, μπορεί να ακολουθείται για δεκάδες βαθμών κατά τη μεταβολή της θερμοκρασίας. 

Ένα πράγμα που γίνεται ολοένα και πιο καθαρό, είναι ότι, αν και η ύλη δεν μπορεί ποτέ να ψυχθεί μέχρι το απόλυτο μηδέν που είναι το κβαντικό κρίσιμο σημείο, διάφορα δραστικά φαινόμενα γίνονται αισθητά πολύ πριν φτάσουμε σ' αυτό το σημείο. (Εικόνες 2 και 3). Αυτές ακριβώς οι εκδηλώσεις είναι που κάνουν την κβαντική κρισιμότητα να ξεφεύγει από την αντιμετώπισή της σαν μια διανοητική αφαίρεση που αφορά μόνο το απόλυτο μηδέν, και την κάνουν ένα πραγματικό φαινόμενο που μπορεί ν' αλλάξει βαθιά τις ιδιότητες της ύλης σε πεπερασμένες θερμοκρασίες. Το κβαντικό κρίσιμο σημείο παριστάνει ένα είδος μαύρης τρύπας στο διάγραμμα φάσεων του υλικού ενώ μια τέτοια παρομοίωση αποδεικνύεται ως μια χρήσιμη αναλογία. Όπως η μαύρη τρύπα στην κοσμολογία, στρεβλώνει τον χωροχρόνο γύρω της, έτσι και τα κβαντικά κρίσιμα σημεία στρεβλώνουν τη μορφή του διαγράμματος φάσεων. (Εικόνα 2.) δημιουργώντας μια περιοχή σχήματος V της κβαντικής κρίσιμης ύλης, η οποία ξεκινώντας από το κβαντικό κρίσιμο σημείο εισχωρεί και στην περιοχή των πεπερασμένων θερμοκρασιών. 

Εικόνα 3 "Η ανωμαλία στο διάγραμμα φάσεων" όπως συμπεραίνεται από τα δεδομένα στο υλικό YbRh2Si2 , όπου ένα εφαρμοζόμενο μαγνητικό πεδίο συντονίζει το υλικό σε κβαντικό κρίσιμο σημείο. Οι μπλε περιοχές δείχνουν συνηθισμένη μεταλλική συμπεριφορά. Οι πορτοκαλί περιοχές δείχνουν ανώμαλη μεταλλική συμπεριφορά με γραμμική αντίσταση. Το ανώμαλο κβαντικό κρίσιμο σημείο στο απόλυτο μηδέν, παράγει και μια ασυνήθιστη μεταλλική συμπεριφορά σε πεπερασμένες θερμοκρασίες.
 

Λύνοντας το αίνιγμα του κβαντικού κρίσιμου σημείου

Μερικές από τις παράξενες ιδιότητες που βλέπουμε στα κβαντικά κρίσιμα μέταλλα αντανακλούν τις προβλέψεις του Hertz και τις μετέπειτα επεκτάσεις της θεωρίας του, αλλά αυτή η συμβατική αντιμετώπιση συναντάει δυσκολίες σε δύο σημαντικές περιπτώσεις. Πρώτον, τα αποτελέσματα είναι πολύ ισχυρότερα και σε περισσότερη έκταση απ' ότι πρόβλεψε ο Hertz. Δεύτερον, η ιδιαίτερη περίπτωση του αντισιδηρομαγνητισμού θα έπρεπε να είναι λιγότερο δραματική. Η εναλλασσόμενη μορφή των προσανατολισμένων προς τα επάνω και κάτω μαγνητών, θα έπρεπε να δίνει ένα μέσο όρο κοντά στο μηδέν για όλο το πλήθος των ηλεκτρονίων. Σε αντίθεση με αυτό όμως, τα πειράματα μας λένε ότι η δραστική μάζα κάθε ηλεκτρονίου επί της επιφάνειας Fermi, αυξάνεται μέχρι απειρισμού, φέρνοντας ουσιαστικά κάθε ηλεκτρόνιο σε ακινησία. Όπως και στην περίπτωση του Einstein έναν αιώνα πριν, έχουμε μια θεωρία με ιστορία 30 ετών που δεν μπορεί να τα καταφέρει με τα τωρινά πειράματα. 

Οι τρέχουσες εναλλακτικές θεωρίες παραλληλίζονται επίσης κατά κάποιο τρόπο με αυτές που υπήρχαν τον καιρό του Einstein και περιέχουν αντιφάσεις. Μερικοί πιστεύουν ότι η θεωρία του Hertz μπορεί πράγματι να διασωθεί αν ληφθεί κατάλληλα υπ όψιν η πολυπλοκότητα του υλικού. Η ομάδα της Karlsruhe έχει προωθήσει την ιδέα ότι οι διακυμάνσεις των αντισιδηρομαγνητικών σπιν κατά το καβαντικό κρίσιμο σημείο ρυθμίζονται συλλογικά ώστε να γίνονται 2-διάστατες. Στην περίπτωση αυτή η κίνηση των ηλεκτρονίων μεταξύ των μαγνητικών στρωμάτων γίνεται πολύ τυρβώδης, και είναι δυνατόν να κατανοήσουμε πως φτάνουν να σταματούν εντός της κβαντικά κρίσιμης ύλης. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν προφανείς τρόποι για τις διακυμάνσεις του σπιν να γίνουν αυστηρά 2-διάστατες στα μέταλλα όπως το CeCu όπου τα ηλεκτρόνια δεν περιορίζονται σε στρώματα. 

Άλλοι ψάχνουν να εξηγήσουν την ασυμφωνία σαν αποτυχία της αρχικής προσέγγισης από τον Hertz. Αυτοί λένε ότι η διάκριση μεταξύ του κυμαινόμενου μαγνητισμού και των ηλεκτρονίων που εμφανίζονται στη θεωρία του Hertz, δεν είναι τόσο προφανής αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος ο μαγνητισμός προέρχεται από τα ίδια ηλεκτρόνια. Προσθέστε σ' αυτό και την πραγματικότητα ότι τα υλικά περιέχουν και αποκλιίσεις από την τάξη (εκτοπισμένα από τη θέση τους άτομα για παράδειγμα), και θα δείτε ότι οι προϋποθέσεις για τη μαθηματική απόδειξη δεν είναι και τόσο πειστικές. 

Τελικά, υπάρχει μια τρίτη δυνατότητα, όπως στην περίπτωση εκείνη που ο λόρδος Raleigh υιοθέτησε για το διαμάντι, ότι δηλαδή υπάρχει μια αληθινή κρίση και χρειάζεται ένα καινούργιο πλαίσιο για την ερμηνεία των κβαντικών μεταβολών φάσεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ σημαντικό, γιατί η τρέχουσα θεωρία είναι μια σύνθεση δύο ακρογωνιαίων λίθων της σύγχρονης φυσικής. Της θεωρίας ότι οι μεταβολές φάσης οφείλονται στη θερμοκρασία και της κβαντομηχανικής. Υπό το φως τέτοιων αινιγματικών πειραμάτων μάλλον τείνουμε προς μια τέτοια πιθανότητα. 

Αρκετές ελκυστικές ιδέες έχουν εμφανιστεί. Μια πρόταση είναι ότι είμαστε μπροστά σε ένα νέο είδος κβαντικής κρισιμότητας. Η κλασσική κρισιμότητα περιλαμβάνει την ολική ανάπτυξη στατικής τάξης στο χώρο. Η θεωρία του Hertz χρησιμοποιεί αυτό το στατικό μοντέλο και περιλαμβάνει επίσης την ανάπτυξη τάξης κατά την κβαντική χρονική διάσταση. Μια άλλη πρόταση είναι ότι η κβαντικά κρίσιμη ύλη περιλαμβάνει την ανάπτυξη σταγόνων που εμπεριέχουν τάξη στον χρόνο αλλά όχι στον χώρο. Η διαφωνία μεταξύ των οπαδών της "ολικής" και της "τοπικής" κβαντικής κρίσιμης θεωρίας έχει αναζωπυρωθεί. Μια άλλη δυνατότητα είναι να συμβαίνει μια κατάρρευση των ηλεκτρονίων μέσα στο υψηλά συλλογικό περιβάλλον της κβαντικά κρίσιμης ύλης. Θα μπορούσε εντός της κβαντικά κρίσιμης ύλης να διαχωρίζονται οι ιδιότητες του σπιν και του φορτίου των ηλεκτρονίων, όπως τα άτομα χωρίζονται σε ιόντα μέσα στα διαλύματα. Κάτι τέτοιο συνδέεται με τη "μη εντοπισμένη κρισιμότητα" η οποία έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τα κβαντικά κρίσιμα σημεία σε μαγνητικούς 2-διάστατους μονωτές. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι κανείς ακόμα δεν ξέρει πως να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες με λεπτομέρεια, σε 3-διάστατα κβαντικά κρίσιμα μέταλλα.  

Το αίνιγμα της κβαντικής κρισιμότητας είναι σημαντικό για την επιστήμη των υλικών διότι πολύ συχνά τα ηλεκτρόνια εμφανίζονται να χρησιμοποιούν τις έντονες κρίσιμες διακυμάνσεις του κβαντικού κρίσιμου σημείου, για να αναδιοργανωθούν προς μια νέα σταθερή φάση της ύλης. Η απόκλιση των δραστικών μαζών των ηλεκτρονίων και η κατάρρευση των κινητικών ενεργειών των ηλεκτρονίων υποδεικνύουν το σχηματισμό μιας υψηλά εκφυλισμένης κατάστασης κατά το κβαντικό κρίσιμο σημείο, η οποία κάνει τα ηλεκτρόνια πολύ επιδεκτικά σε μετασχηματισμούς προς άλλες σταθερές ηλεκτρονιακές διατάξεις. 

Γι αυτό το λόγο, η κβαντική κρισιμότητα μπορεί να είναι ένας καταλύτης για το σχηματισμό νέων σταθερών μορφών ύλης, και να μας δώσει μια νέα πορεία προς τον σχεδιασμό και την ανακάλυψη νέων ομάδων υλικών. Μια τάση είναι προς την υπεραγωγιμότητα. Οι υπεραγωγοί υψηλής θερμοκρασίας,- οι οποίοι τώρα καθίστανται υπεραγωγοί στη θερμοκρασία του υγρού αζώτου και μας προδιαθέτουν προς μια μελλοντική υπεραγωγιμότητα σε θερμοκρασία δωματίου,- δείχνουν μια γραμμική μεταβολή της αντίστασης όπως τα μέταλλα, μέχρι τη θερμοκρασία τήξης τους. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι υπεραγωγοί υψηλής θερμοκρασίας και μια ολόκληρη τάξη άλλων υπεραγωγών με ημιγραμμική συμπεριφορά της αντίστασης τους στη συνήθη τους κατάσταση, οδηγούνται από την κβαντική κρισιμότητα. Παραδόξως, είναι δύσκολο να αποδείξουμε αυτή την υπόθεση επειδή κάθε προσπάθεια να μετακινήσουμε την τάξη, θα καταστρέψει συγχρόνως και την κβαντική κρισιμότητα. Βρισκόμαστε μπροστα σε μια κατάσταση που έχει αποκληθεί  κβαντικό αίνιγμα. 

Πολλές άλλες ακαθόριστες ακόμα φάσεις εμφανίζονται επίσης γύρω από τα κβαντικά κρίσιμα σημεία. Στο Sr3Ru2O7 και στο URu2Si2 , χρησιμοποιούμε μαγνητικά πεδία για να συντονίσουμε τα υλικά στα κβαντικά κρίσιμα σημεία. Αυτά τα μαγνητικά πεδία είναι πολύ ισχυρά ώστε να μην επιτρέπουν στα ηλεκτρόνια να χρησιμοποιούν την υπεραγωγιμότητα για να αποφεύγουν την κβαντική κρισιμότητα. Παρόλα αυτά, τα ηλεκτρόνια βρίσκουν άλλο τρόπο να ξεφεύγουν. Απότομες μεταβολές στην αντίσταση και στο σχήμα του υλικού, υποδηλώνουν ότι τα ηλεκτρόνια έχουν υιοθετήσει έναν άλλο τύπο διατεταγμένης κατάστασης. Είναι αυτός άραγε μια νέα μορφή μαγνητικής τάξης ή είναι μια αναδιάταξη της ροής των ηλεκτρονίων; ή μήπως συμβαίνουν και τα δύο; Όλα όσα γνωρίζουμε είναι ότι τα ηλεκτρόνια είναι ακόμη ευκίνητα αλλά οι ακριβείς κανόνες της νέας τους συλλογικής κίνησης δεν έχουν ακόμη χαρακτηριστεί και κατανοηθεί. 

Πριν από 100 χρόνια, ο Einstein κοίταζε προς τα άστρα, για να πάρει ιδέες για την κατανόηση των ιδιοτήτων της ψυχρής, σταθερής κβαντικής ύλης. Σήμερα, οι μυστηριώδεις ιδιότητες της κρίσιμης ασταθούς κβαντικής ύλης, όχι μόνο υπαινίσσονται ένα νέο δρόμο προς το σχεδιασμό νέων υλικών, αλλά αναπτερώνουν επίσης τις ελπίδες μας για μια νέα σύνδεση μεταξύ της ύλης στα εργαστήρια και της ύλης στο σύμπαν. Πρόσφατα προτάθηκε ότι οι ιδέες της κβαντικής κρισιμότητας μπορεί να συνδέονται με την κβαντική βαρύτητα στην επιφάνεια μιας μαύρης τρύπας. Επιπλέον, ο διαχωρισμός των ιδιοτήτων των ηλεκτρονίων εντός της κβαντικά κρίσιμης ύλης, και η εμφάνιση νέων δυνάμεων, παραλληλίζεται στενά με την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι φυσικοί των στοιχειωδών σωματιδίων, οι οποίοι ψάχνουν να κατανοήσουν πως αναπτύσσονται νέες δυνάμεις μεταξύ των σωματιδίων καθώς διασπώνται σε όλο και πιο υψηλές ενέργειες. Όπως τα φωτόνια των αστεριών ενέπνευσαν τον Einstein να λύσει το μυστήριο της ειδικής θερμότητας στη σταθερή κβαντική ύλη, πριν από 100 χρόνια, μερικές από τις ιδέες που εξετάζονται τώρα για να ερμηνεύσουν τις ιδιότητες των σωματιδίων στο αρχικό σύμπαν, όπως είναι η θεωρία βαθμίδας και η υπερ-συμμετρία, μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες και στο εργαστήριο, για να λύσουμε το πρόβλημα της ειδικής θερμότητας της κβαντικά κρίσιμης ύλης. 

HomeHome