Ευτυχισμένο το 2008 !

Άρθρο, Δεκέμβριος 2005

Η χρονιά που πέρασε χαρακτηρίστηκε σαν το Έτος της Φυσικής και παράλληλα είχαμε δύο επετείους. Τα 100 χρόνια της Ειδικής Σχετικότητας και τα 90 χρόνια της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ήταν όμως η περασμένη χρονιά 2005 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού;

Γιατί υπάρχουν απόψεις ότι η χρονολογία γέννησης του Χριστού βρίσκεται κάπου μεταξύ των ετών 7 π.Χ. ­ το νωρίτερο ­ και 2 π.Χ. ­ το αργότερο. Όμως σύμφωνα με τα νέα στοιχεία και τις μελέτες που έχουν γίνει ως σήμερα, η γέννηση του Χριστού συνέβη τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα από ό,τι αρχικά είχε υπολογιστεί με τον ορισμό του χρονολογίου που ακολουθούμε ως σήμερα.

Η χρονολόγηση με βάση τη γέννηση του Χριστού προτάθηκε από τον Σκύθη μοναχό και εκκλησιαστικό συγγραφέα Διονύσιο τον Μικρό (532 μ.Χ.) , ηγούμενο μοναστηριού στη Ρώμη, κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα και βιβλιοθηκάριος στο Βατικανό. Ο Διονύσιος ανέλαβε να συντάξει το 533 μ.Χ. έναν Πασχάλιο Πίνακα, δηλαδή προσδιόρισε τις ακριβείς ημερομηνίες του Πάσχα για οποιοδήποτε έτος. Για τη σύνταξη αυτού του πίνακα θεώρησε χρήσιμο να ορίσει και ένα νέο σύστημα χρονολόγησης, με σημείο αναφοράς τη χρονολογία γέννησης του Χριστού, την οποία και προσδιόρισε λανθασμένα το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης. Τη χρονολογία αυτή ο Διονύσιος την ονόμασε «Primo Anno Domini» (δηλαδή πρώτο έτος του Κυρίου ή 1 μ.Χ.).

Πρόκειται για ένα λάθος που διαιωνίζεται γιατί μεταφέρει την έναρξη του νέου έτους τουλάχιστον κατά 730 ημέρες αργότερα.

Μέχρι τότε, η χρονολόγηση γινόταν, είτε με αφετηρία την Κτίση της Ρώμης είτε "από Διοκλητιανού", δηλαδή με αφετηρία την (υποτιθέμενη) 29η Αυγούστου του 284 μ.Χ., ημερομηνία κατά την οποίαν ο Διοκλητιανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Αφού, λοιπόν, δημιουργήθηκε η χρονολόγηση με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού, οι μετέπειτα προσπάθειες των σοφών επικεντρώθηκαν στον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας της.

Το πρώτο οφθαλμοφανές λάθος είναι ότι ο Διονύσιος ο Μικρός ονόμασε το πρώτο έτος του Κυρίου έτος 1 κι όχι μηδέν. Έτσι δεν παρεμβάλλεται το έτος μηδέν ανάμεσα στο έτος 1 π.Χ. και το έτος 1 μ.Χ. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η έννοια του "μηδενός" εισήχθη με την ανάπτυξη της άλγεβρας από ινδούς μαθηματικούς περίπου 700 χρόνια μετά τον Διονύσιο. Μετρώντας από το 1 ως Primum Annum Domini βλέπουμε ότι η τελευταία μέρα της 2ης χιλιετίας είναι η 31 Δεκεμβρίου του 2000 και όχι του 1999.

Το λάθος όμως του χαμένου έτους δεν είναι το μοναδικό, αλλά υπάρχει κι ένα ιστορικό λάθος έτσι όπως μεταφέρεται μέσα από το μοναδικό γραπτό κείμενο που υπάρχει σήμερα (το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο). Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι ο Χριστός γεννήθηκε όταν ο Ηρώδης ήταν βασιλιάς. Λίγο αργότερα μάλιστα, ίσως και μερικά χρόνια μετά, μας λέει ότι ο Ηρώδης πέθανε όταν ο Ιησούς ήταν ακόμη «παιδίον».

Η σωστή έκλειψη της Σελήνης

Σύμφωνα όμως με τον ιουδαίο ιστορικό του 1ου αιώνα μ.Χ. Φλάβιο Ιώσηπο, ο Ηρώδης αρρώστησε βαριά όταν ήταν περίπου 70 ετών και πέθανε έξι μήνες αργότερα ύστερα από μια έκλειψη Σελήνης, που συνέβη πριν από την εορτή του εβραϊκού Πάσχα. Σεληνιακές εκλείψεις εκείνη την εποχή έγιναν το 4 και το 1 π.Χ., γι' αυτό πολλοί ερευνητές θεωρούσαν ότι ο Ηρώδης πέθανε το 4 π.Χ.

Στο παρελθόν πολλοί ερευνητές προσδιόριζαν τον θάνατο του Ηρώδη μεταξύ της 13ης Μαρτίου και της 12ης Απριλίου του 4 π.Χ. και τοποθετούσαν τον χρόνο γέννησης του Χριστού πιο νωρίς ­ πιθανότερα δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη ­, καθώς ο Ματθαίος μας λέει ότι ο Ηρώδης διέταξε «...ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον όν ηκρίβωσε παρά των μάγων...». Η περικοπή αυτή μας πληροφορεί ξεκάθαρα ότι μετά τη συζήτηση που είχε ο Ηρώδης με τους Μάγους θα έμαθε κάτι που του υποδείκνυε ότι ο Ιησούς ήταν τότε περίπου δύο ετών.

Νεότεροι όμως ερευνητές δεν θεωρούν πλέον την έκλειψη της 13ης Μαρτίου του 4 π.Χ. ως τη σωστή έκλειψη, γιατί δεν ήταν εύκολα παρατηρήσιμη από την Παλαιστίνη. Το έτος 4 π.Χ. το εβραϊκό Πάσχα γιορτάστηκε στις 12 Απριλίου, ενώ η έκλειψη της Σελήνης ­ που ήταν ορατή από την Ιεριχώ όπου ο Ηρώδης είχε ένα από τα παλάτια του ­ έγινε στις 13 Μαρτίου. Επίσης, ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της εκλείψεως, στις 13 Μαρτίου, και της αρχής του Εβραϊκού Πάσχα εκείνης της χρονιάς, στις 12 Απριλίου, ήταν πάρα πολύ μικρός για να γίνουν όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος ότι συνέβησαν (οι διαδικασίες δηλαδή για την απόδοση τιμών στον βασιλιά που ακολούθησαν τον θάνατο του Ηρώδη).

Η σωστή, λοιπόν, έκλειψη πρέπει να ήταν αυτή που συνέβη τη νύχτα της 9ης Ιανουαρίου του 1 π.Χ., και διήρκησε από τις 11.30 το βράδυ ως τις 3 το πρωί. Τη χρονιά μάλιστα εκείνη το εβραϊκό Πάσχα γιορτάστηκε 90 ημέρες αργότερα, γεγονός που φαίνεται να δίνει το χρονικό περιθώριο στα γεγονότα που αναφέρει ο Ιώσηπος ότι ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Ηρώδη και πριν τον εορτασμό του Πάσχα. Συγχρόνως, υπήρχε αρκετός χρόνος για να συμβούν αυτά που περιγραφεί και ο Ιώσηπος.

Η πληροφορία της απογραφής του πληθυσμού

Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά διετάχθη από τον Αύγουστο Καίσαρα μια απογραφή του πληθυσμού με την ευκαιρία του Αργυρού Ιωβηλαίου της βασιλείας του, όταν του απενεμήθη ο τίτλος «Pater Patriae», στις 5 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ.. Έτσι η απογραφή αυτή ανάγκασε τη Μαρία και τον Ιωσήφ να ταξιδέψουν για να καταγραφούν στην πατρίδα του Ιωσήφ.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καίσαρα Αυγούστου είναι γνωστό ότι είχαν προκηρυχθεί τρεις μεγάλες απογραφές. Η πρώτη το 28 π.Χ., η δεύτερη το 8 π.Χ. και η τρίτη το 14 μ.Χ. Η μόνη απογραφή που φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο με όλες τις προηγούμενες πληροφορίες είναι εκείνη που ξεκίνησε το έτος 8 π.Χ. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι εκείνη την εποχή οι πληροφορίες μεταδίδονταν με πολύ αργούς ρυθμούς, μοιάζει αρκετά πιθανό η ανακοίνωση της απογραφής (η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη το 8 π.Χ.) να μεταφέρθηκε στους κατοίκους των πιο απομακρυσμένων σημείων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με καθυστέρηση ενός ή ακόμη και δύο χρόνων. Η συγκεκριμένη απογραφή όμως αφορούσε μόνο όσους ήταν ρωμαίοι υπήκοοι, ιδιότητα που δεν είχε η Μαρία.

Το πιο σωστό λοιπόν είναι η απογραφή που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο ως η αιτία που ανάγκασε τη Μαρία και τον Ιωσήφ να ταξιδέψουν να είναι μάλλον αυτή που αναφέρεται στον «όρκο πίστεως» που διετάχθη με την ευκαιρία του Αργύρου Ιωβηλαίου της βασιλείας του Αυγούστου Καίσαρα στις 5 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ.

Αυτή η «απογραφή»-όρκος πίστεως που αναφέρεται και από τον Ιώσηπο ήταν υποχρεωτική για όλους, υπηκόους και μη. Σε αυτή την περίπτωση, που φαίνεται τελικά να είναι και η πιο αληθοφανής, η γέννηση του Χριστού προσδιορίζεται μέσα στο έτος 2 π.Χ. Και το πιο πιθανό είναι ότι η γέννηση του Χριστού να έγινε άνοιξη, καλοκαίρι ή φθινόπωρο καθώς το Ευαγγέλιο αναφέρει "ποιμένες αγραυλούντες", δηλαδή βοσκούς που ζούσαν τότε στην ύπαιθρο".

Ο Λουκάς δε σαφώς λέει στο Ευαγγέλιό του ότι «Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο…» . Ο λόγος που αναφέρει αυτήν την απογραφή ως πρώτη είναι για να μην την μπερδέψουμε με την άλλη που έγινε αργότερα στο 7 μ.Χ.

Υπήρχαν δύο τρόποι απογραφής. Ο ένας ήταν να απογραφεί ο καθένας εκεί που βρισκόταν κατά την ημέρα της απογραφής. Αυτό όμως απαιτούσε πλήθος υπαλλήλων απογραφέων, και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες δεν ήταν δυνατόν να αναλάβουν το κόστος. Ο άλλος τρόπος ήταν να μεταβούν όλοι στον τόπο καταγωγής τους, και να παραμείνουν εκεί μέχρι να απογραφούν. Οι λόγοι λοιπόν αυτού του τρόπου απογραφής, ήταν καθαρά πρακτικοί και οικονομικοί. Άρα, στην απογραφή που αναφέρουν οι ευαγγελιστές υπήρχε μετακίνηση του πληθυσμού στον τόπο καταγωγής τους και μάλιστα η απογραφή έπρεπε να έγινε κατά οικογένεια.

Οπότε η σωστή αλληλουχία των γεγονότων πρέπει να έχει ως εξής: το 3 π.Χ. εκδόθηκε το διάταγμα της απογραφής, ο θάνατος του Ηρώδη συνέβη στις αρχές του 1 π.Χ. και άρα η γέννηση του Χριστού πρέπει να έγινε στα μέσα περίπου του 2 π.Χ.

Γι αυτό και πρέπει να προσθέσουμε στο νέο έτος 2006 δύο επιπλέον χρόνια. Ευτυχισμένο λοιπόν το 2008.

Βιβλιογραφία: Χ.Βάρβογλης, Δ. Σιμόπουλος.